Σαν σήμερα έφυγε το 1994 από τη ζωή ο τεράστιος και αξεπέραστος Μάνος Χατζιδάκις.
Το πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο του θα μας καθοδηγεί και θα μας συντροφεύει για πάντα.
Το σύντομο αριστούργημα του Χατζιδάκι "Όταν έρχονται τα σύννεφα" υπήρξε για μένα ο ύμνος του αγώνα για τη δημοκρατία και την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρώπη.
Υπέροχο το σημείωμα που έγραψε για τη σημερινή επέτειο στο Βήμα ο Άρης Δαβαράκης:
“Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν συνδεδεμένος με το άνω τερματικό ακατάπαυστα χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την δυνατή του σχέση με την εποχή του και την καθημερινότητα. Ήταν πολύ νέος – κι’ ας τον γνώρισα στα 52 του. Είχε απίστευτο χιούμορ ενώ ήταν συγχρόνως απολύτως σοβαρός και είχε μια πολύ παράξενη ιδιότητα: Ήταν πολύ πιο όμορφος από την υλική του υπόσταση. Δεν παρίστανε ποτέ τον «διανοούμενο», δεν έλεγε μεγάλα λόγια, δεν διαφήμιζε τις γνώσεις του και δεν τον θυμάμαι ποτέ να διηγείται τι έκανε στο Broadway, τι του είπε ο Σεφέρης ή πόσο τον εκτιμούσε ο Λέοναρντ Μπερνστάιν. Του άρεσε πιο πολύ να βάζει σε δύσκολη θέση τους υπουργούς του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ποτέ τον ίδιον) μιλώντας από το κρατικό ραδιόφωνο για την εποχή που «κάπνιζε μαριχουάνα με τους φίλους του στην Νέα Υόρκη».Δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά δεν ήθελε και να είναι κάποιος άλλος. Δεν ονειρευόταν να κάνει «διεθνή καριέρα», να διευθύνει σαν τον φον Κάραγιαν, να συνθέσει έργα για συμφωνικές ορχήστρες ή να κάνει σουξέ. Του αρκούσε και με το παραπάνω η μελωδία που άπλωνε σαν φυσικό φαινόμενο όταν τα δάχτυλα του άγγιζαν τα πλήκτρα του πιάνου. Μου είχε δώσει την πιο ακριβή συμβουλή: «Να μην αποταμιεύεις εδώ, να αποταμιεύεις στην Τράπεζα του Ουρανού». Ήταν ο πιο γειωμένος μεταφυσικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει (ή φανταστεί).Όταν έφτανε στο «Τρίτο Πρόγραμμα» ο διάδρομος ευωδίαζε Vetiver του Lanvin. Αγαπούσε πολύ το Παρίσι. Σου έσφιγγε το χέρι κι’ ευωδίαζες κι’ εσύ. Γελούσε, έλεγε αστεία ανάμικτα με πολύ καλυμμένες απλές συμβουλές. Είχε νόημα. Δεν έβριζε ποτέ. Η χειρότερη «βρισιά» που έχω ακούσει να βγαίνει από το στόμα του είναι το «είναι ανόητος, βλαξ». Τον ενοχλούσε πολύ το ραδιόφωνο στα ταξί και ζητούσε αγριεμένος από τον οδηγό να το κλείσει αμέσως. Θύμωνε και φούσκωνε απ’ τον θυμό αλλά για δευτερόλεπτα. Αμέσως ανακτούσε τον έλεγχο και έλεγε ένα καλό αστείο.Τριάντα χρόνια τώρα απουσιάζει και είναι παρών, όπως όταν ήταν επί της γης όντας συγχρόνως εκεί που είναι τώρα. Ήταν σαν το φως που δεν δίνει σημασία στα σύννεφα γιατί ταυτίζεται με την πηγή του, τον ήλιο. Όταν ο Δήμος Γλυφάδας (τότε ΠΑΣΟΚ) μας κυνηγούσε με σκουπιδιάρες και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη επαναστατικά στο Club Αεροδρόμιο του Τάσου Μελετόπουλου μας είχε πει να τους απαντάμε από μέσα με Μάνο Χατζιδάκι για να τους εκνευρίζουμε ακόμα πιο πολύ. Είχε προτείνει μάλιστα να παίζουμε το «είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω». Φυσικά το κάναμε και, πράγματι, εκνευρίστηκαν πάρα πολύ.Είμαι περίεργος. Την ώρα που θα φύγω και εγώ από εδώ, πώς θα ξαναβρεθούμε; Δεν ανησυχώ για το «αν». Είμαι σίγουρος ότι θα συμβεί. Το πώς είναι κι’ αυτό τυλιγμένο στο μεγάλο Μυστήριο”.
No comments:
Post a Comment