Σε υπαρξιακό ζήτημα
έχει εξελιχθεί για το Ποτάμι το ζήτημα
της ψηφοφορίας για την κύρωση της
Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή, καθώς
όχι μόνο έχει διχάσει την κοινοβουλευτική
του ομάδα αλλά θα καθορίσει σε μεγάλο
βαθμό και το ίδιο του το μέλλον.
Είναι γνωστό ότι η ίδια
η συγκρότηση του Ποταμιού το 2014 προήλθε
από ανθρώπους με ανομοιογενή ιδεολογικά
και πολιτικά χαρακτηριστικά, καθώς το
νεοπαγής αυτός πολιτικός σχηματισμός
που ίδρυσε ο Σταύρος Θεοδωράκης προωθούσε
σε μεγάλο βαθμό το αφήγημα του “τέλους
των ιδεολογιών”. Έτσι βρέθηκαν στον
ίδιο πολιτικό φορέα άνθρωποι που είχαν
παλιότερα υποστηρίξει τη ΔΗΜΑΡ, το ΠΑΣΟΚ
της εποχής του Κώστα Σημίτη, τη Δράση,
ακόμη και τη Νέα Δημοκρατία. Για όσο
διάστημα το βασικό πολιτικό διακύβευμα
της χώρας ήταν η διαχείριση του Μνημονίου
και των πολιτικών του, οι όποιες
ιδεολογικές αντιθέσεις εντός του
Ποταμιού καλύπτονταν από το καθολικό
αίτημα για παραμονή της χώρας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και
την ατζέντα για εκσυγχρονισμό του
Κράτους, της Παιδείας κλπ. Μόλις όμως η
τρέχουσα πολιτική κατάσταση άγγιξε
ζητήματα που αφορούν στην εθνική
ταυτότητα, την εξωτερική πολιτική και
τα εθνικά συμφέροντα εκεί βγήκαν στην
επιφάνεια οι εσωτερικές αντιφάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο έχει
πολύ ενδιαφέρον ότι το Ποτάμι μπορεί
απέφυγε τη διάλυση παρ' όλη την αντιφατική
και παταγωδώς αποτυχημένη απόφαση του
Σταύρου Θεοδωράκη να συμμετάσχει σε
μια διαδικασία πολιτικής αναγέννησης
του ΠΑΣΟΚ, αλλά φαίνεται ότι δεν θα
αποφύγει τη διάλυση λόγω της στάσης της
ηγεσίας του στο ζήτημα της Συμφωνίας
των Πρεσπών. Στη συνεδρίαση σήμερα της
κοινοβουλευτικής του ομάδας αναμένεται
να φανεί καθαρά το ρήγμα που υπάρχει
αυτήν τη στιγμή στο κόμμα, με τους
βουλευτές Γιώργο Αμυρά και Γρηγόρη
Ψαριανό να τάσσονται κατά της υπερψήφισης
της Συμφωνίας, τον Σπύρο Δανέλλη να
είναι φανατικά υπέρ, τον Σπύρο Λυκούδη
να αμφιταλαντεύεται γύρω από το Ναι,
ενώ ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Γιώργος
Μαυρωτάς να κλίνουν προς την υπερψήφιση.
Είναι κατανοητό να
θέλει ένα κόμμα να φανεί συνεπές στις
αρχές του, μια εκ των οποίων είναι και
η επίλυση του Σκοπιανού μέσα από μια
συμβιβαστική συμφωνία που θα περιλαμβάνει
μια σύνθετη ονομασία και με τον όρο
Μακεδονία. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι
την ουσιαστική παροχή πολιτικής
νομιμοποίησης στον Αλέξη Τσίπρα μέσω
της υπερψήφισης της Συμφωνίας με οριακή
πλειοψηφία, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση.
Στην πράξη η ψήφος υπέρ της Συμφωνίας
αποτελεί διάσπαση της αντιπολίτευσης,
καθώς θα είναι οι μόνες ψήφοι από
αντιπολιτευτικό κόμμα που θα λάβει η
Κυβέρνηση. Θα ήταν διαφορετικά ίσως τα
πράγματα εάν βουλευτές και άλλων κομμάτων
της αντιπολίτευσης σκόπευαν να
υπερψηφίσουν τη Συμφωνία. Κανείς όμως
βουλευτής του ΚινΑλ, της Νέας Δημοκρατίας
και της Ένωσης Κεντρώων (δεν αναφέρω τη
ΧΑ και το ΚΚΕ για ευνόητους λόγους) δεν
πρόκειται να δώσει τη ψήφο του.
Εάν ο Σταύρος Θεοδωράκης
ενδιαφέρεται πραγματικά για το συμφέρον
της χώρας, θα μπορούσε να δηλώσει ότι
δεν θα υπερψηφίσει τη Συμφωνία σε αυτή
τη συγκυρία αλλά ότι θα την υπερψήφιζε
μετά από τη διενέργεια πρόωρων εκλογών
και αφού θα έχει εκφραστεί προηγουμένως
ο ελληνικός λαός συνολικά για τη
διακυβέρνηση. Μια νέα Κυβέρνηση θα
μπορούσε να διαπραγματευθεί τη διόρθωση
των προνοιών της Συμφωνίας και να
υπηρετηθούν έτσι με τον βέλτιστο τρόπο
τα εθνικά συμφέροντα και όχι απλά να
πάρει ο Τσίπρας παράταση ζωής στην
εξουσία.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα 'Φιλελεύθερος' στις 9 Ιανουαρίου 2019