«Μόνη λύση η προοδευτική διακυβέρνηση», έλεγε ο Αλέξης Τσίπρας λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, ελπίζοντας σε ένα μέτωπο κατά της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Με βάση το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ο τέως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να συμπήξει μια συμμαχία των κομμάτων της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς με σκοπό την ανάληψη της εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν τότε εντελώς αρνητικοί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αντιπροτείνοντας ένα θολό σχέδιο με κάποιο “τρίτο πρόσωπο” για Πρωθυπουργό. Το αποτέλεσμα όμως των εκλογών ακύρωσε με παταγώδη τρόπο τις διάφορες προτάσεις για αριστερή διακυβέρνηση.
Τρία γεγονότα όμως μετά τις εκλογές του Ιουνίου έχουν αναβιώσει αυτή τη συζήτηση. Πρώτον η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, δεύτερον η καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ και η σχετική άνοδος του ΠΑΣΟΚ, και τρίτον η νίκη του “μοντέλου Δούκα” στις εκλογές για τον Δήμο Αθηναίων. Είναι γεγονός ότι η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε έναν ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, λόγω κυρίως των τοξικών συγκρούσεων των ετών 2010-2019. Η αποχώρηση του ηττημένου τεσσάρων συνεχών εκλογικών αναμετρήσεων και η ανάδειξη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενός ανθρώπου που δεν συμμετείχε στον ιερό πόλεμο κατά του “ΠΑΣΟΚ των μνημονίων” και την τοξική διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν λογικό να αμβλύνει κάπως τις αντιθέσεις. Η δε δημοσκοπική ισοπαλία ΣΥΡΙΖΑ/ΠΑΣΟΚ ή το ελαφρύ προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη πολιτική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη προκαλούν έντονο σκεπτικισμό και δημιουργούν την ανάγκη ενός καινούργιου αφηγήματος. Η ανέλπιστη -για πολλούς- νίκη του Χάρη Δούκα στον Δήμο της Αθήνας και η αυτόματη σχεδόν αποδοχή του από πολλούς ψηφοφόρους της Αριστεράς, ακόμη και της Άκρας Αριστεράς, αναπτέρωσε σημαντικά τις ελπίδες στους θιασώτες του “αντιδεξιού μετώπου”.
Η απόσταση όμως από τα όνειρα και τα σχέδια μέχρι την πραγματοποίησή τους είναι πολύ μεγάλη. Το πρώτο εμπόδιο είναι ο κοντόφθαλμος αγώνας και του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ για κυριαρχία στον χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Οι ηγεσίες των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης βλέπουν τις ευρωεκλογές του Ιουνίου κυρίως ως ένα διαγωνισμό ισχύος και επιβεβαίωσης των ηγεσιών τους, και πολύ λιγότερο ως μια ευκαιρία για τη διαμόρφωση κοινών πολιτικών προτάσεων. Ενώ κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, όπως ο Χρήστος Σπίρτζης, κάνουν λόγο για συγχώνευση ή συνένωση των δύο κομμάτων, ο Νίκος Ανδρουλάκης άνοιξε τα χαρτιά του την περασμένη Τετάρτη ως προς την στρατηγική του ΠΑΣΟΚ για τις εθνικές εκλογές. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, η λύση “δεν είναι η συγκόλληση κομμάτων”, αλλά το “μοντέλο Δούκα”, με το οποίο θα υπάρξει ευρύ κάλεσμα προς όλες τις προοδευτικές δυνάμεις υπό τη σκέπη του ΠΑΣΟΚ.
Στον ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο απασχολημένοι με τις εσωκομματικές (αν)ισορροπίες ενόψει του Συνεδρίου που διοργανώνουν τον Φεβρουάριο, αν και ο Στέφανος Κασσελάκης δεν απέφυγε να επιτεθεί κατά του Νίκου Ανδρουλάκη και του ΠΑΣΟΚ, λέγοντας “πως γίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρητικά να συνδιαλλασσόταν με ένα κόμμα, το οποίο είναι υπερχρεωμένο στις τράπεζες και με έναν πρόεδρο ο οποίος είναι εκβιαζόμενος”, αφήνοντας έτσι υπονοούμενα για το περιεχόμενο της παρακολούθησης του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ από την ΕΥΠ το 2022.
Πέρα όμως από τους διαγκωνισμούς ανάμεσα στις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, το βασικό πρόβλημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι η αδυναμία συγκρότησης μιας ρεαλιστικής και πειστικής πρότασης εξουσίας, η οποία θα μπορούσε να αμφισβητήσει την πολιτική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Παρότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας πλήττεται σοβαρά από τον πληθωρισμό και το υψηλό κόστος διαβίωσης, η Κυβέρνηση έχει καταφέρει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις με πολύ μεγάλη απόσταση από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίζει με τεράστια διαφορά στο ερώτημα για την καταλληλότητα στην πρωθυπουργία.
Το μεγαλύτερο όμως εμπόδιο στα σχέδια της αντιπολίτευσης είναι ο εκλογικός νόμος και οι προβλέψεις για το μπόνους. Ένας συνασπισμός των κομμάτων της Αριστεράς θα είχε πολύ περιορισμένες δυνατότητες απορρόφησης του μπόνους, καθώς ο εκλογικός νόμος λαμβάνει υπόψιν τον μέσο όρο των κομμάτων του συνασπισμού και όχι το άθροισμα των ποσοστών τους. Στην πράξη δηλαδή, η μόνη περίπτωση για αριστερή διακυβέρνηση θα είναι να ξεπεράσουν σε ψήφους την Νέα Δημοκρατία είτε το ΠΑΣΟΚ είτε ο ΣΥΡΙΖΑ είτε οι δύο μαζί ως ενιαίο κόμμα. Κάτι που υπό τις παρούσες συνθήκες φαντάζει ακόμη αρκετά μακρινό.
Παρότι οι έξι μήνες που μας χωρίζουν από τις ευρωεκλογές δεν είναι ιδιαίτερα μικρό διάστημα, εν τούτοις είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν μέχρι τότε οι πολιτικοί συσχετισμοί. Ακόμη όμως και το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών δεν θα μπορεί να εκληφθεί ως πρόκριμα για το τι μπορεί να συμβεί στις εθνικές εκλογές σε τρία χρόνια. Ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Στέφανος Κασσελάκης έχουν θέσει ψηλά τον πήχη των προσδοκιών για τα κόμματά τους, αλλά ο δρόμος για να πείσουν την κοινωνία ότι διαθέτουν μια ουσιαστική εναλλακτική πολιτική πρόταση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο iefimerida.gr.
fb