Τα μέτρα που συμφώνησε η
Κυβέρνηση και ψήφισε στις 18 Μαΐου η Βουλή ανοίγουν το δρόμο για μια
συνολική συμφωνία στα πλαίσια του Eurogroup για τη δεύτερη αξιολόγηση και μια
κατ' αρχήν συμφωνία για ελάφρυνση των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους για
μετά το 2023. Τι επιπτώσεις όμως θα έχει αυτή η συμφωνία στην Οικονομία και την
πολιτική στη χώρα για τα επόμενα χρόνια;
Είναι λογικό να αναμένει κανείς
ότι η ενδεχόμενη συμφωνία στο Eurogroup
(είτε στην αυριανή είτε στη συνεδρίαση του Ιουνίου) θα επιφέρει σε
βραχυπρόθεσμο ορίζοντα μια ομαλοποίηση στη διεθνή εικόνα της χώρας και το
λεγόμενο country risk και
θα επιτρέψει στην Κυβέρνηση να κάνει μια πρώτη έξοδο στις διεθνείς αγορές
κεφαλαίου. Ακόμη και στον τομέα των επενδύσεων υπάρχει το ενδεχόμενο να υπάρξει
ενδιαφέρον από διεθνείς χρημοτοοικονομικούς φορείς για επενδύσεις στην Ελλάδα.
Η συμφωνία αυτή όμως φέρει ένα
πολύ βαρύ φορτίο και για την πραγματική Οικονομία και για τις πολιτικές
δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου. Οι επιβαρύνσεις που φέρνει το συμπληρωματικό
Μνημόνιο στο ασφαλιστικό είναι πολύ μεγάλες και σημαντικές. Εκτός από τα
2,26~2,49 δισεκατομμύρια ευρώ περικοπές που προβλέπει η συμφωνία για το 2019,
υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για επιπλέον μειώσεις οι οποίες, αναλόγως με τον
τρόπο υπολογισμού, μπορεί να ανέβουν κατά 2, 3 ή και περισσότερα δισεκατομμύρια
ευρώ.
Σε μια κοινωνία, η οποία κατά 50%
σχεδόν βασίζεται στις συντάξεις για να επιβιώσει, αυτές οι περικοπές θα θίξουν
τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων με πολύ απτό και σκληρό τρόπο. Αν προσθέσει
κανείς και τις επιβαρύνσεις που είναι πολύ πιθανό να έρθουν το 2020 από τη
μείωση του ορίου στο αφορολόγητο, το οποίο αναμένεται να αφαιρέσει αρκετές
εκατοντάδες ευρώ από το ετήσιο καθαρό εισόδημα των οικογενειών, καταλαβαίνει
κανείς ότι το μείγμα αυτών των περικοπών μπορεί να καταστεί τοξικό για πολύ
μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Υπάρχει βέβαια ο αντίλογος από
την κυβερνητική πλευρά ότι τις σκληρές αυτές περικοπές θα αντισταθμίσουν σε
μεγάλο βαθμό τα περίφημα “αντίμετρα” που περιλήφθηκαν στο πακέτο της συμφωνίας.
Το γεγονός όμως ότι τα “αντίμετρα” θα ενεργοποιηθούν μόνο αν το πρωτογενές
πλεόνασμα ξεπεράσει κατά πολύ το 3,5% του ΑΕΠ (ενδέχεται να απαιτείται μέχρι
και το 5,5% πλέονασμα), κάνουν το ενδεχόμενο εφαρμογής έστω και μέρους των
“αντίμετρων” ελάχιστα πιθανό.
Είναι αληθές βέβαια ότι η
συνολική ασφαλιστική δαπάνη της χώρας είναι ένα μη βιώσιμο και δυσβάστακτο
κονδύλιο για τον κρατικό προϋπολογισμό. Ενδεχομένως να μην ξεπερνά το 10% του
ΑΕΠ όπως ισχυρίζεται ο Πόουλ Τόμσεν στα blogs του αλλά είναι σίγουρα υπερτριπλάσιο του μέσου όρου των
χωρών της Ευρωζώνης. Με μια βασική διαφορά όμως: στις περισσότερες από τις
χώρες της ΕΕ το ασφαλιστικό σύστημα δεν στηρίζεται μόνο στον κρατικό πυλώνα
αλλά υπάρχει έντονος ο τομέας της προσωπικής αποταμίευσης και τα ανεξάρτητα
επαγγελματικά ταμεία που αναπληρώνουν μεγάλο μέρος του εισοδήματος των
Ευρωπαίων συνταξιούχων.
Για να μπορέσει η κοινωνία και η
Οικονομία να ανταπεξέλθει σε αυτό το βαρύ περιοριστικό σοκ θα πρέπει να υπάρξει
ένα αντίστοιχο αναπτυξιακό και επενδυτικό σοκ σε συνδυασμό με μια δραστική
αλλαγή της κυρίαρχης αντίληψης για την απασχόληση. Οι ιθύνοντες του Μνημονίου
πιστεύουν (ή ελπίζουν) ότι αυτό το θετικό σοκ θα έρθει τελικά στην Ελλάδα αν
συνδυαστεί και με εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιέχει η
παρούσα συμφωνία αλλά και αυτών που προβλέπεται να συμφωνηθούν στην τρίτη
αξιολόγηση που θα ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο.
Είναι σαφές ότι η χώρα έχει
μεγάλα αναπτυξιακά περιθώρια, τα οποία έχουν περιοριστεί δραματικά από την
ιδιαίτερα εχθρική προς τις επενδύσεις πολιτική της Κυβέρνησης. Αν το επενδυτικό
περιβάλλον αλλάξει δραματικά και αν υπάρξει μια πολύ ισχυρή και θετική αλλαγή
του πολιτικοοικονομικού κλίματος, η Οικονομία μπορεί πραγματικά να κάνει σοβαρά
άλματα προς τα μπροστά. Όλα αυτά όμως βρίσκονται μέχρι στιγμής στο θεωρητικό
πεδίο του “αν” και του “εφόσον” και η υπάρχουσα διακυβέρνηση ελάχιστες
εγγυήσεις μπορεί να παράσχει σε αυτόν τον τομέα.
Το τέλος της πολιτικής (όπως
την γνωρίζαμε)
Το πεδίο όμως στο οποίο η
συμφωνία με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ θα έχει τεκτονικές επιπτώσεις είναι στην
πολιτική. Το γεγονός ότι ο τομέας άσκησης δημοσιονομικής (και εν πολλοίς και
φορολογικής) πολιτικής αφαιρείται από τις αρμοδιότητες της ελληνικής Κυβέρνησης
για πάρα πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες, ακόμη και μετά τη λήξη του
Μνημονίου, θα φέρει μια απροσδιόριστων διαστάσεων αλλαγή πεδίου στην πολιτική.
Στη συμφωνία που αναμένεται να
κλειστεί στο Eurogroup, η
Ελλάδα θα δεσμευθεί για συγκεκριμένα πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα 10
τουλάχιστον χρόνια, εκ των οποίων στα πρώτα πέντε το πλεόνασμα αναμένεται να
κλειδώσει στο 3,5% και στα επόμενα να χαμηλώσει περίπου στο 2,25%~2,5%.
Πρόκειται για μια ξεκάθαρα
λανθασμένη προσέγγιση που καταργεί ένα από τα σοβαρότερα εργαλεία αναπτυξιακής
πολιτικής που έχει μια χώρα: τη δημοσιονομική πολιτική. Με το δεσμευτικό αυτό
πλαίσιο η Ελλάδα δεν θα έχει κανένα δημοσιονομικό εργαλείο για να υποστηρίξει
την ανάπτυξη αν στο μέλλον υπάρξουν έντονα υφεσιακές πιέσεις, είτε από
εσωτερικούς είτε από εξωγενείς παράγοντες. Ούτε ουσιαστική μείωση της
φορολογίας θα είναι εφικτή, ούτε αύξηση των δαπανών σε αναπτυξιακούς τομείς.
Μια μερική λύση θα μπορούσε να
είναι η δημιουργία ενός “δημοσιονομικού αποθεματικού”, το οποίο με τη σύμφωνη
γνώμη των εταίρων θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά περίπτωση και καθ' υπέρβαση
των στόχων σε περίπτωση υφεσιακής κρίσης.
Το νέο όμως πλαίσιο σημαίνει
επίσης ότι η ευθύνη των μελλοντικών Κυβερνήσεων για την Οικονομία θα
περιορίζεται μόνο στην επίτευξη των δεσμευτικών δημοσιονομικών στόχων της
χώρας. Τελειώνει δηλαδή η εποχή των ακοστολόγητων προεκλογικών υποσχέσεων και
της παροχολογίας και έρχεται μια εποχή όπου η πολιτική θα κρίνεται κατά μείζονα
λόγο από την σοβαρότητα της διακυβέρνησης και τις προτάσεις σε τομείς της
λεγόμενης “χαμηλής πολιτικής”.
Το ερώτημα που δεν έχει όμως
απάντηση είναι το αν η πολιτική και οι πολιτικοί αφ' ενός και οι πολίτες αφ'
ετέρου είναι έτοιμοι να λειτουργήσουν σε αυτό το νεωτερικό πλαίσιο, ή αν η νέα
αυτή πραγματικότητα δώσει ώθηση σε “αντισυστημικά” σχήματα που θα αμφισβητήσουν
το καινοφανές αυτό πλαίσιο πολιτικής κανονικότητας.