Επιστρέφουν
στην Αθήνα μετά από 3 σχεδόν μήνες (!) τα
τεχνικά κλιμάκια των θεσμών μετά τη
συμφωνία που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες
ανάμεσα στους Τσακαλώτο & Χουλιαράκη
και τους επικεφαλής των θεσμών και τον
Ντάισελμπλουμ.
Αρχικός στόχος
η επίτευξη συμφωνίας πάνω στο staff-level
agreement (συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο), που
αν όλα πάνε καλά θα οδηγήσει σε μια
πολιτική διαπραγμάτευση στο Eurogroup
της 20ής Μαρτίου (χλωμό) ή της 7ης
Απριλίου ή της 22ας Μαΐου.
Πολλοί προεξοφλούν
από χθες το βράδυ ότι η συμφωνία θα
κλείσει ή έχει κλείσει και έχουν ήδη
ποσοτικοποιήσει τα μέτρα που πρόκειται
να ληφθούν με την προληπτική νομοθέτηση
που συμφωνήθηκε.
Τα πράγματα όμως
δεν είναι τόσο απλά. Η απόσταση μεταξύ
της ελληνικής Κυβέρνησης και των θεσμών
εξακολουθεί να είναι μεγάλη, αν και στο
Eurogroup συναποφασίστηκε ο
οδικός χάρτης που -αν όλα πάνε κατ' ευχήν-
θα οδηγήσει σε συμφωνία σε ένα από τα
επόμενα Eurogroup.
Ενδεικτική είναι
η λιτή ανακοίνωση του ΔΝΤ που κάνει λόγο
για “υποχώρηση των ελληνικών αρχών
στις απαιτήσεις των θεσμών σε κάποιους
τομείς”, αλλά επισημαίνει ότι “θα
απαιτηθεί περισσότερη πρόοδος για να
γεφυρωθούν οι διαφορές σε άλλα σημαντικά
ζητήματα και είναι πολύ νωρίς για να
προδικάσουμε τις δυνατότητες να
επιτευχθεί συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο
σε αυτό το ταξίδι των κλιμακίων”.
Εν ολίγοις, έγινε
ένα σημαντικό πρώτο βήμα με τη συμφωνία
για τον οδικό χάρτη, αλλά πολλά και
σημαντικά ζητήματα παραμένουν ανοικτά.
Το κυριότερο από τα “δύσκολα” ζητήματα
είναι οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά,
που θα (πρέπει να) περιλαμβάνουν μερική
ή ολική απελευθέρωση των ομαδικών
απολύσεων, ριζική αλλαγή του συνδικαλιστικού
νόμου, του νόμου για τις απεργίες
(καθιέρωση απόλυτης πλειοψηφίας για
λήψη απόφασης για απεργία), και ενδεχομένως
την καθιέρωση της ανταπεργίας (λόκαουτ).
Αν τελικά μπει
στη συζήτηση το θέμα των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, αυτό θα γίνει για να
χρυσωθεί ένα πολύ πικρό χάπι για μια
(θεωρητικά) αριστερή Κυβέρνηση.
Σημειωτέον ότι
οι αλλαγές στα εργασιακά θα έχουν άμεση
εφαρμογή (και όχι από το 2019) και δεν έχουν
και ουσιαστικά αντίμετρα για να βοηθηθεί
επικοινωνιακά η Κυβέρνηση.
Ανοικτό επίσης
παραμένει το θέμα της ύπαρξης ή μη
δημοσιονομικού κενού για το 2018, όπου το
ΔΝΤ (κυρίως) υποστηρίζει ότι θα υπάρξει
ένα κενό ύψους 700~800 εκατομμυρίων ευρώ.
Το θέμα αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να
επιλυθεί (χωρίς υποχώρηση του ΔΝΤ) πριν
από τις 21 Απριλίου όταν η Eurostat
θα επισημοποιήσει τα δημοσιονομικά
στοιχεία του 2016. Το θέμα δε θα γίνει
ακόμη μεγαλύτερο αν ευσταθεί το ρεπορτάζ
της Süddeutsche Zeitung που κάνει
λόγο για μέτρα 1,5~2 δις “μέχρι το 2018”.
Όσον αφορά δε
τα μέτρα για μετά το 2018, το σίγουρο είναι
ότι κλείδωσαν πρωτογενή πλεονάσματα
μέχρι τουλάχιστον το 2021, και στο επίπεδο
του Eurogroup θα κριθεί να θα
επεκταθούν και για αργότερα και πόσο.
Αν βέβαια υπάρξει συμφωνία με το ΔΝΤ,
το πιθανότερο είναι να μειωθεί το ύψος
των πρωτογενών πλεονασμάτων για μετά
το 2021 και να καθοριστεί η διάρκεια των
“μεσοπρόθεσμων”.
Το θετικό της
χθεσινής ημέρας ήταν η σύντομη αναφορά
του Ντάισελμπλουμ στο θέμα των
μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του
χρέους, τα οποία, όπως είπε, θα συζητηθούν
ως πακέτο με τους μεσοπρόθεσμους
δημοσιονομικούς στόχους στη συνεδρίαση
του Eurogroup που θα κρίνει
και τη συνολική συμφωνία. Είναι η πρώτη
φορά που γίνεται αναφορά για πιθανότητα
απόφασης για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για
το χρέος πριν από τη λήξη του προγράμματος
το 2018.
Συμπερασματικά,
η χθεσινή μέρα ήταν σημαντική διότι
έδειξε ότι υπάρχει (προς το παρόν) βούληση
από τις δυο πλευρές να υπάρξει συμφωνία.
Ας μην προτρέχουμε λοιπόν. Για να υπάρξει
συμφωνία, θα απαιτηθούν ακόμη μεγαλύτερες
υποχωρήσεις από την ελληνική Κυβέρνηση
σε ευαίσθητους γι αυτήν πολιτικά και
ιδεολογικά τομείς. Κάτι που ακόμη είναι
λίαν αβέβαιο.