Την ερχόμενη
Κυριακή οι Τούρκοι πολίτες καλούνται
να επιλέξουν σε δημοψήφισμα αν εγκρίνουν
μια σειρά από ευρύτατες μεταρρυθμίσεις
του Συντάγματος, οι οποίες μετατρέπουν
το πολίτευμα σε Προεδρική Δημοκρατία.
Πρόκειται στην
ουσία για την κορύφωση μιας πολυετούς
προσπάθειας του Ερντογάν να εγκαθιδρύσει
ένα σχεδόν απολυταρχικό καθεστώς, στο
οποίο ο ίδιος, ως Πρόεδρος, θα κατέχει
την εκτελεστική, την νομοθετική και την
στρατιωτική εξουσία, αλλά θα καθορίζει
σε μεγάλο βαθμό και την δικαστική εξουσία
της χώρας. Θα καταστεί ουσιαστικά ένας
μονάρχης, με το Κοινοβούλιο να παίζει
ένα δευτερεύοντα ρόλο στην νομοθετική
εξουσία.
Οι προσπάθειες
αλλαγής του Συντάγματος από τον Ερντογάν
και το κόμμα του χρονολογούνται από το
2005, όμως η μεγάλη ώθηση ήρθε με το
αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου
Ιουλίου που έδωσε στον Τούρκο ηγέτη τις
απαραίτητες προφάσεις για να τεκμηριώσει
το αφήγημα της ανάγκης των ενισχυμένων
εξουσίων στο πρόσωπο του Προέδρου, ώστε
“να αποφευχθεί στο μέλλον ξανά η
δημιουργία ενός παράλληλου κράτους”,
όπως έγινε με την περίφημη οργάνωση
FETÖ των
υποστηρικτών του μυστηριώδους ιμάμη
Φετουλάχ Γκιουλέν.
Τι αλλάζει
Οι 57 εκατομμύρια
ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα
σε 18 βασικές αλλαγές διαφόρων άρθρων
του Συντάγματων, που αφορούν στη
λειτουργία του Κοινοβουλίου, τις
αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας,
την κατάργηση του θεσμού του Πρωθυπουργού
και τον θεσμό των Στρατοδικείων.
Εν ολίγοις,
με τις προτεινόμενες αλλαγές ο Πρόεδρος
αναλαμβάνει όλες τις εκτελεστικές
εξουσίες, αποκτά την de
facto ηγεσία του Στρατού,
διορίζει το Υπουργικό Συμβούλιο και 12
από τα 15 μέλη του Συνταγματικού
Δικαστηρίου. Εκτός αυτών, θα μπορεί να
ιδρύει και άλλα κράτη (!).
Η μόνη εξουσία
λογοδοσία του Προέδρου υπό τις
προτεινόμενες αρμοδιότητες είναι προς
το Κοινοβούλιο, το οποίο χρειάζεται την
(ανέφικτη) πλειοψηφία των 2/3 για να
παραπέμψει τον Πρόεδρο στη Δικαιοσύνη
(την ηγεσία της οποίας έχει διορίσει ο
ίδιος).
Ανοικτά μέτωπα
Η εκλογική
αναμέτρηση της Κυριακής διεξάγεται
ενόσω η Τουρκία έχει αρκετά ανοικτά
μέτωπα στα ανατολικά και νότια σύνορά
της και με τις σχέσεις της με την Ευρώπη
σε βαθειά κρίση.
Η στρατιωτική
επιχείρηση στη Βόρεια Συρία έχει μεν
ανασταλεί (αφού ο τουρκικός στρατός
έχει ήδη πάνω από 50 νεκρούς), αλλά το
ζήτημα των διεκδικήσεων της Τουρκίας
στο Βόρειο Ιράκ και οι νύξεις για
αναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της
Λωζάννης έχουν δημιουργήσει ανοικτούς
γεωπολιτικούς λογαριασμούς με τη Συρία
και το Ιράκ, ενόσω ο πόλεμος κατά των
Κούρδων ανταρτών του PKK
βρίσκεται ακόμη σε πλήρη
εξέλιξη.
Ενδεχόμενη
νίκη του Ναι θα απομακρύνει την Τουρκία
από την Ευρώπη
Άγνωστες
παραμένουν οι προθέσεις του Ερντογάν
ως προς τις σχέσεις της Τουρκίας με την
Ευρώπη. Τους τελευταίους δυο μήνες οι
φραστικές και διπλωματικές επιθέσεις
του Τούρκου ηγέτη προς τις ηγεσίες της
Ευρώπης δεν έχουν προηγούμενο για τα
μεταπολεμικά χρονικά και η ένταση στις
σχέσεις με την Ελλάδα θυμίζει τις κρίσεις
της δεκαετίας του '90.
Πολλοί αναλυτές
αναρωτιούνται αν μια νίκη του Ερντογάν
στο δημοψήφισμα θα του έδινε την
απαραίτητη πολιτική βεβαιότητα για να
επαναπροσεγγίσει τις σχέσεις με την ΕΕ
και την Ελλάδα με τον πραγματισμό που
τον χαρακτήριζε τα προηγούμενα χρόνια,
αλλά και να πάρει τις δύσκολες αποφάσεις
που απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί η
συμφωνία επανένωσης της Κύπρου. Κάτι
τέτοιο όμως είναι λίαν αβέβαιο. Η
κατάσταση ακραίας σύγκρουσης στην οποία
έχει περιέλθει το πολιτικό σύστημα της
Τουρκίας και οι υψηλοί εθνικιστικοί
τόνοι είναι αμφίβολο αν θα δημιουργήσουν
στον Ερντογάν τον απαραίτητο πολιτικό
χώρο ώστε να αποκαταστήσει τις σχέσεις
της χώρας του με τη Δύση. Πόσω μάλλον αν
επικρατήσει στο δημοψήφισμα το Όχι.
Πέρα όμως
από τις πολύ σημαντικά μέτωπα στη Συρία
και το Ιράκ και τις ευαίσθητες σχέσεις
με την Ελλάδα και την Κύπρο, αυτό που
ενδιαφέρει άμεσα την Ευρώπη και κυρίως
την Ελλάδα, είναι το μέλλον της συμφωνίας
για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες,
το οποίο ο Ερντογάν φαίνεται να
χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό χαρτί.
Κανείς αναλυτής δεν μπορεί να προδικάσει
ποιό θα είναι το status quo σε
αυτά τα ανοικτά θέματα την 17η Απριλίου.
Μικρό προβάδισμα
του Ναι
Οι τελευταίες
δημοσκοπήσεις (τις οποίες βέβαια πρέπει
να διαβάσει κανείς με μεγάλη επιφύλαξη)
δείχνουν ότι το Ναι έχει ανακάμψει και
έχει αρκετές πιθανότητες επικράτησης
την ερχόμενη Κυριακή.
Ο βραβευμένος
αρθρογράφος Γιαβούζ Μπαϊντάρ, ο οποίος
ζει αυτοεξόριστος στην Ευρώπη τους
τελευταίους μήνες, προβλέπει ότι τελικά
θα επικρατήσει το Ναι, καθώς το στρατόπεδο
του Όχι είναι διχασμένο και πολλοί
οπαδοί του προβλέπεται να μην προσέλθουν
στις κάλπες. “Όσο μεγαλύτερη η συμμετοχή,
τόσο καλύτερες οι πιθανότητες για το
Όχι”, θεωρεί ο Μπαϊντάρ, όπως μου μετέφερε
σε επικοινωνία που είχαμε την προηγούμενη
εβδομάδα. “Το μεγάλο στοίχημα είναι αν
θα προσέλθουν να ψηφίσουν οι νέοι
ψηφοφόροι, οι οποίοι αυτήν τη στιγμή
φέρονται να απέχουν σε ποσοστό 45%. Η
αξιωματική αντιπολίτευση του κεμαλικού
κόμματος CHP δεν
έχει καταφέρει να κινητοποιήσει αυτόν
τον κόσμο, καθώς οι ψηφοφόροι του είναι
κυρίως μεγάλης ηλικίας και δεν έχει
επαφή με την νεολαία στα αστικά κέντρα”,
μου είπε ο Μπαϊντάρ, που έλκει την
καταγωγή του από τη Θράκη και ο πατέρας
του υπήρξε μειονοτικός βουλευτής στο
ελληνικό Κοινοβούλιο στη δεκαετία του
1930.
Δύσκολο να
προδικάσει κανείς ποιό θα είναι το
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της
επόμενης Κυριακής αλλά το σίγουρο είναι
ότι το όποιο αποτέλεσμα θα δημιουργήσει
ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό τοπίο
στη χώρα της Ανατολίας.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα 'Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου' στις 9/4/2017