Η νίκη του Εμανουέλ Μακρόν στις
προεδρικές εκλογές της Γαλλίας και η διαφαινόμενη καθολική επικράτηση του
κόμματός του στις βουλευτικές εκλογές πυροδότησαν έναν κύκλο συζητήσεων και
στην Ελλάδα για το αν μπορεί να υπάρξει και στην Ελλάδα ένα Προοδευτικό Κέντρο,
το οποίο θα μπορούσε, αν όχι να κυριαρχήσει, τουλάχιστον να αποτελέσει έναν
ισχυρό πολιτικό πόλο που θα έσπαγε το κλασικό δίπολο Αριστεράς-Δεξιάς και θα
προωθούσε πολιτικές που θα έφερναν τη σφραγίδα του “νέου προοδευτισμού”.
Τι είναι ο “Νέος Προοδευτισμός”;
H έννοια του πολιτικού Κέντρου έχει
λοιδορηθεί συχνά ως ένα ακαθόριστο «άχρωμο» μόρφωμα που προσπαθεί να
δημιουργήσει ένα πολιτικό χώρο που ουσιαστικά δεν υπάρχει, αφού το κυρίαρχο
δίπολο Αριστεράς-Δεξιάς υποτίθεται πως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Είναι όμως πραγματικά έτσι; Οι
παγκόσμιες εξελίξεις των τελευταίων είκοσι ετών δείχνουν ολοένα και πιο έντονα
ότι τα ιστορικά ιδεολογικά σχήματα αδυνατούν να παράξουν τις πολιτικές λύσεις
που απαιτούν οι σύγχρονες προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, της κοινωνικής
ανισότητας, της τεχνολογικής και ψηφιακής επανάστασης και της χαμηλής ανάπτυξης
και απασχόλησης.
Από την εποχή της δεκαετίας του
’90 με τον «Τρίτο δρόμο» του πολιτικού στοχαστή Άντονυ Γκίντενς, μέχρι τον «Νέο
Προοδευτισμό» της δεκαετίας του 2010 του Μπαράκ Ομπάμα και πρόσφατα του
Εμανουέλ Μακρόν, το πρόταγμα του «προοδευτικού Κέντρου» είναι η παραγωγή μιας
συνεκτικής κυβερνητικής πρότασης η οποία θα καταπολεμά τις κοινωνικές
ανισότητες χωρίς να δημιουργεί εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη. Μιας πρότασης
που θα ξεπερνά τον αριστερό και τον δεξιό συντηρητισμό και δίνει ουσιαστικές
λύσεις στα σύγχρονα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Η ελληνική πραγματικότητα
Στην πρόσφατη ελληνική Ιστορία θα
δυσκολευτεί κανείς να παραδείγματα πολιτικών που προσέγγισαν αυτές τις ιδέες.
Ίσως κάποιες πλευρές των πολιτικών που προσπάθησαν να εφαρμόσουν ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης το 1990-1993 και ο Κώστας Σημίτης το 1996-2004 να εμπεριέχουν τα
πρώτα δείγματα του νέου προοδευτισμού. Συνολικά όμως, η φύση και ο τρόπος
λειτουργίας της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την άνθιση
μιας τέτοιας πολιτικής πρότασης. Ο άκρατος λαϊκισμός, οι ιδεολογικές ταμπέλες,
ο εκλογικός νόμος και η ευρύτατα διαδεδομένη κρατικιστική νοοτροπία κάνουν τις
ιδέες του προοδευτικού Κέντρου a
priori αντιδημοφιλείς στην πλειοψηφία των πολιτών.
Τα επτά (και σύντομα οκτώ) χρόνια
των Μνημονίων και η προφανής ανάγκη για ένα νέο εθνικό αφήγημα που θα οδηγήσει
τη χώρα μακριά από τις παθογένειες του παρελθόντος, ενδεχομένως να αποτελούν
μια βάση για να απευθυνθεί κανείς στην κοινωνία με μια καινούργια πολιτική
πρόταση.
Όλο και περισσότεροι πολίτες
αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι οι πρακτικές του στείρου κρατικισμού, του
προστατευτισμού με δανεικά και της παραχολογίας των ελλειμμάτων έχουν συνολικά
αποτύχει και δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να σταθούν στο μεταμνημονιακό τοπίο
που αρχίζει δειλά-δειλά να διαφαίνεται για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες. Η
δέσμευση της χώρας για πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα 40 χρόνια καθιστούν
αναξιόπιστη την οποιαδήποτε διακήρυξη παροχών. Η δραματική κρίση του
ασφαλιστικού συστήματος είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι η μόνη λύση για τη
σωτηρία των συντάξεων είναι η οικονομική ανάπτυξη με όρους βιωσιμότητας και
απασχόλησης. Τα δραματικά κενά στον χώρο της κοινωνικής πολιτικής και η ευρεία
φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας κάνουν επιτακτική τη συνολική
αναθεώρηση του ρόλου και των παρεμβάσεων του Κράτους.
«Ναι, αλλά με ποιούς;»
Τα λογικά ερωτήματα που θα έθετε κάποιος
είναι «ποιος θα εκφράσει την πολιτική πρόταση του Προοδευτικού Κέντρου;» και
«υπάρχει ο Έλληνας Μακρόν»;
Είναι γεγονός ότι πρόσωπα και
φορείς που εκφράζουν προοδευτικές μεταρρυθμιστικές απόψεις υπάρχουν και στη
Δημοκρατική Συμπαράταξη και στην Νέα Δημοκρατία, αλλά φαίνεται ότι αποτελούν
ακόμη μειοψηφία. Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας
Δημοκρατίας δίνει ελπίδες ότι το παραδοσιακό κόμμα της Δεξιάς μπορεί να κάνει
ένα ποιοτικό άλμα από τον συντηρητικό κρατισμό αλλά η νοοτροπία που διακατέχει
πολλά στελέχη της και ένα μεγάλο μέρος της κομματικής της βάσης πρέπει να μας
κάνουν ιδιαίτερα επιφυλακτικούς.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη
ταλανίζεται από μια κρίση ταυτότητας που συνοψίζεται στο δίλημμα «αναπαλαίωση
του ΠΑΣΟΚ» ή «μετάβαση προς την προοδευτική σοσιαλδημοκρατία;». Το στρατηγικό
σχέδιο που φαίνεται να έχει επιλέξει η ηγεσία τους σχήματος φαίνεται να
επιλέγει καθαρά την πρώτη λύση, προσβλέποντας στον επαναπατρισμό των παλαιών
ψηφοφόρων, οι οποίοι εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ το 2012 και το 2015 γοητευμένοι από
τις μαγικές λύσεις ακατάσχετης παροχολογίας του Σύριζα. Το επερχόμενο Συνέδριο
της Δημοκρατικής Συμπαράταξης αναμένεται να αποσαφηνίσει σε μεγάλο βαθμό την
κατεύθυνση που θα πάρει το κόμμα της κεντροαριστεράς, ενώ αναμένεται με μεγάλη
ενδιαφέρον η στάση που θα πάρει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος τον τελευταίο
χρόνο επιχειρηματολογεί εμφατικά υπέρ ενός νέου πολιτικού αφηγήματος που θα
εκφράσει το Προοδευτικό Κέντρο.
Το Ποτάμι και η νεοσύστατη Ώρα
Αποφάσεων βρίσκονται ιδεολογικά πιο κοντά στο χώρο του Προοδευτικού Κέντρου, και
διαθέτουν και ενδιαφέρουσες προτάσεις και στελέχη με μεταρρυθμιστική εμπειρία
αλλά έχουν μικρή δημοσκοπική εμβέλεια. Αν τελικά αποφασίσουν να συνεργαστούν
μεταξύ τους, θα αποτελέσουν μια ελκυστική πρόταση για τους πολίτες του μεσαίου
χώρου που δεν έχουν πειστεί από τη μεταρρυθμιστική αξιοπιστία των άλλων
κομμάτων.
«Ποιος θα είναι ο αρχηγός;»
Στα χείλη πάντως των περισσότερων
ενδιαφερομένων βρίσκεται το ερώτημα «και ποιος θα είναι ο αρχηγός» που θα
ηγηθεί του Προοδευτικού Κέντρου; Το παράδειγμα του Μακρόν δημιουργεί την
προσδοκία ενός νέου Μεσσία, ο οποίος θα συνεπάρει τις μάζες και θα δημιουργήσει
τον πολιτικό σεισμό που θα αναδείξει το Προοδευτικό Κέντρο σε κυρίαρχο παίκτη
του πολιτικού συστήματος.
Η συζήτηση όμως για την ανάδειξη
του «Έλληνα Μακρόν» είναι αδιέξοδο, καθώς αφενός δεν φαίνεται να υπάρχει
κάποιος 40άρης με επαρκή πολιτική και κυβερνητική εμπειρία, και αφετέρου οι
πολίτες έχουν γίνει πλέον πολύ καχύποπτοι σε οποιονδήποτε παρουσιάζεται ως νέος
Μεσσίας. Η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα και ο τρόπος που διέψευσε τις ελπίδες των
πολιτών είναι καταλυτική.
Προς τις εκλογές
Με δεδομένη λοιπόν τη δυσκολία
εξεύρεσης νέου Μεσσία, το ερώτημα που τίθεται είναι πως πρέπει να πορευθεί
αυτός ο χώρος;
Δεδομένων των δυσκολιών
συνεννόησης και έλλειψης εμπιστοσύνης για την συγκρότηση ενός νέου πολιτικού
φορέα στο χώρο του Προοδευτικού Κέντρου, η πλέον ρεαλιστική φόρμουλα θα ήταν
μια συμφωνία συγκρότησης κοινού εκλογικού σχηματισμού από τους υπάρχοντες φορείς
και προσωπικότητες, με βάση μια πολιτική πλατφόρμα που θα αποτελέσει και τη
βάση για τη δημιουργία σε δεύτερο χρόνο του Προοδευτικού Κέντρου.
Ένα
τέτοιο σχήμα θα μπορούσε να διεκδικήσει με πολλές πιθανότητες την είσοδο στη
Βουλή με ικανό αριθμό βουλευτών και τη συμμετοχή με προγραμματικές θέσεις σε
μια μεταρρυθμιστική Κυβέρνηση συνεργασίας, με στόχο ένα νέο προοδευτικό αφήγημα
για τη χώρα.
To παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουνίου 2017 στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου