Όποιος είδε την ομιλία και τη συνέντευξη Τύπου του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης θα παρατήρησε ίσως μια πολύ κρίσιμη λεπτομέρεια του οικονομικού προγράμματος που προτείνει. Πρόκειται για την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης με τους θεσμούς των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα των επομένων ετών. Πόσο ρεαλιστικός είναι όμως αυτός ο στόχος, δεδομένου ότι το μεσοπρόθεσμο και η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους εγκρίθηκαν από το Eurogroup μόλις πριν από τρεις μήνες μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις;
Ο προβληματισμός αυτός υπήρχε εδώ και αρκετούς μήνες στο επιτελείο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και κάποιες προκαταρκτικές συζητήσεις έχουν ήδη γίνει με αξιωματούχους της Ευρωζώνης και στελέχη ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, χωρίς φυσικά να υπάρχει ακόμη κάτι το συγκεκριμένο. Η αίσθηση όμως που υπάρχει είναι πως εάν υπάρξει νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις επόμενες εκλογές και παρουσιαστεί στους εταίρους της Ευρωζώνης ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων, το κλίμα αναμένεται να είναι θετικό. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Ντάρα Μέρφυ σε ανύποπτο χρόνο τον περασμένο Μάιο, σύμφωνα με την οποία το ΕΛΚ θα βοηθήσει ουσιαστικά μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να διαπραγματευτεί χαμηλότερους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Άρα οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έγιναν εν κενώ, αν και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα υπάρξει θετική έκβαση.
Τι είναι όμως συγκεκριμένα αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Μητσοτάκης; Στην κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup της 22ας Ιουνίου οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης αποφάσισαν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να παράξει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για τα έτη 2019, 2020, 2021 και 2022. Δεδομένου ότι ήδη βρισκόμαστε στη διαδικασία σύνταξης του προϋπολογισμού του 2019, ο οποίος θα κλειδώσει στις αρχές Νοεμβρίου, μιλάμε ουσιαστικά για τρία χρόνια: 2020, 2021 και 2022.
Είναι ενδιαφέρον το ότι ο αρχηγός της ΝΔ δεν δεσμεύθηκε για το πόσο χαμηλότερα μπορεί να είναι τα πλεονάσματα από το 3,5% που έχει συμφωνηθεί. Είναι λογικό να θεωρήσει κανείς ότι το δυνητικά καλύτερο αποτέλεσμα θα ήταν μείωση του στόχου στο 2,2% που είναι και το όριο για το 2023 και επέκεινα, όμως ακόμη και η ποσοστιαία μονάδα μείωση στο 2,5% θα ήταν μια σημαντική βελτίωση για τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας. Για παράδειγμα, αν ο στόχος κατέβει στο 2,5% θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος περίπου 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ για την εν λόγω τριετία. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, μια τέτοια αναπροσαρμογή θα μπορούσε να καλύψει σε μεγάλο βαθμό τις φορολογικές ελαφρύνσεις που εξήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Τα βασικά προβλήματα για την αποδοχή από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μιας τέτοιας αναπροσαρμογής για την Ελλάδα είναι δυο: α) ότι θα χρειαστεί αναπροσαρμογή και της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, και είναι άγνωστο το κατά πόσο μια τέτοια αναπροσαρμογή στους στόχους των πλεονασμάτων επηρεάζει σε κρίσιμο βαθμό το προφίλ του χρέους (εδώ λείπει μια τέτοια μελέτη από την ΝΔ), και β) το πολιτικό κόστος σε κάποιες από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 18 Σεπτεμβρίου 2018
|
Ο Πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στη ΔΕΘ (15/9/2018) [φωτό: Νέα Δημοκρατία/Flickr] |