Μια πολιτική συμφωνία κυβερνητικής συνεργασίας στην Αυστρία έρχεται όχι απλά να ανατρέψει τις καθεστηκυίες αντιλήψεις για τις ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές στην Ευρώπη αλλά να επιβεβαιώσει τις εκτιμήσεις ότι βρισκόμαστε στην αρχή τεκτονικών πολιτικών μετακινήσεων που θα ανατρέψουν συνολικά το πολιτικό σκηνικό στις ευρωπαϊκές χώρες.
Εάν πριν από μερικά μόλις χρόνια έκανε κάποιος την πρόβλεψη ότι το 2020 σε μια από τις πλέον παραδοσιακές και συντηρητικές χώρες της Ευρώπης θα είχαμε μια συγκυβέρνηση ανάμεσα στην Κεντροδεξιά και ένα κόμμα Πράσινων-Οικολόγων, θα τον χαρακτήριζαν φαντασιόπληκτο και ίσως και ανισόρροπο. Τη δεύτερη ημέρα όμως του 2020 στην Αυστρία ανακοινώθηκε η συμφωνία ανάμεσα στο συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα και τους Πράσινους για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας, βάσει ενός εξαιρετικά λεπτομερούς κυβερνητικού προγράμματος 300 σελίδων, στο οποίο περιλαμβάνονται μερικές ρηξικέλευθες πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, της παράτυπης μετανάστευσης και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Ο πολιτικός αρραβώνας της συντηρητικής παράταξης με το οικολογικό κίνημα δεν ήρθε βέβαια κατόπιν ώριμων πολιτικών διεργασιών και αποφάσεων αλλά λόγω της κατάρρευσης της λαϊκιστικής ακροδεξιάς μέσω ενός σκοτεινού σκανδάλου, αλλά και της ραγδαία αυξανόμενης πολιτικής ενσυναίσθησης της μεσαίας τάξης και της νέας γενιάς ως προς τις προκλήσεις και τους κινδύνους που φέρνουν η κλιματική αλλαγή και η επανάσταση της ψηφιακοποίησης της παραγωγής και των υπηρεσιών. Βρέθηκαν όμως και ώριμες πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες ξεπέρασαν ιδεολογικά στεγανά δεκαετιών για να κάνουν πράξη τις αναγκαίες υπερβάσεις και υποχωρήσεις. Το “κεντροδεξιο-πράσινο” μοντέλο διακυβέρνησης συνίσταται σε σημαντικές φορολογικές μειώσεις για τη μεσαία τάξη και τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις για την οικονομία, υιοθέτηση φιλόδοξων στόχων για την επίτευξη της απεξάρτησης από τον άνθρακα και τα παράγωγα του πετρελαίου, πλήρη εφαρμογή ηλεκτρονικών και ψηφιακών υπηρεσιών για τη λειτουργία του κράτους, αλλά και αυστηρά μέτρα για τη ρύθμιση της παράτυπης μετανάστευσης, τον περιορισμό της εγκληματικότητας και την προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής.
Πρόκειται για ένα μείγμα πολιτικής που δείχνει και σε άλλες χώρες ότι θα είναι το κυρίαρχο στα επόμενα χρόνια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι εξελίξεις στην Αυστρία έγιναν πρώτη είδηση στη Γερμανία, και όχι μόνο λόγω εθνικής, γλωσσικής και πολιτισμικής συγγένειας των δυο χωρών. Οι επόμενες εκλογές στη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης προβλέπεται να διεξαχθούν τον Σεπτέμβριο του 2021 και οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις δείχνουν τους Χριστιανοδημοκράτες να βρίσκεται καθαρά στην πρώτη θέση αλλά με ιστορικά χαμηλά ποσοστά κάτω του 30%, το έτερο ιστορικό κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών να έχουν κατρακυλήσει κάτω από 15%, ενώ σταθερά στη δεύτερη θέση βρίσκονται με περίπου 20% οι Πράσινοι. Παρότι ακόμη βέβαια είναι νωρίς για να κάνει κάποιος προβλέψεις, είναι πολύ πιθανό να διατηρηθεί αυτή η εικόνα και στο εκλογικό αποτέλεσμα. Με δεδομένο ότι οι Σοσιαλδημοκράτες δηλώνουν με κάθε τρόπο ότι απεχθάνονται τη συγκυβέρνηση με την κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες, είναι λογικό να φαντάζεται κανείς μια επανάληψη στο Βερολίνο του μοντέλου συγκυβέρνησης της Αυστρίας. Θα χρειαστούν βέβαια δύσκολα βήματα για τους Πράσινους στο ζήτημα του περιορισμού της παράτυπης μετανάστευσης αλλά στη Γερμανία τα μεταναστευτικά προβλήματα είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνα της Αυστρίας. Είναι κοινός τόπος στη Γερμανία θα χρειαστεί σημαντική εισροή μεταναστών τα επόμενα χρόνια για να μπορέσει να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης εν μέσω ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού.
Ιστορικές όμως πολιτικές μετατοπίσεις είδαμε πρόσφατα και στις εκλογές της Βρετανίας, όπου οι Συντηρητικοί κατάφεραν να έρθουν πρώτοι σε κάθε ηλικιακή, εισοδηματική και κοινωνική κατηγορία. Πρόκειται πραγματικά για την κατάρρευση κάθε πολιτικής σταθεράς των τελευταίων εκατό ετών, όταν η εργατική τάξη εγκαταλείπει μαζικά το Εργατικό Κόμμα και ψηφίζει το κατεξοχήν κόμμα της άρχουσας τάξης και της συντήρησης της Βρετανίας. Αυτό που συνέβη όμως δεν ήταν μόνο μια απόρριψη του Τζέρεμυ Κόρμπυν ως ηγετικής προσωπικότητας ή αποδοχή του καθαρού Brexit που διαφήμισε ο Μπόρις Τζόνσον. Ήταν και αποτέλεσμα μιας πολύ διαφορετικής πολιτικής πρότασης από τους Τόρις, με πολλά στοιχεία της πολιτικής τους να θυμίζουν εκσυγχρονιστική σοσιαλδημοκρατία, με ισχυρή στήριξη των δημοσίων επενδύσεων και των υποδομών στις πιο φτωχές περιοχές της Βρετανίας, μαζί με σοβαρή στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγειας συν οικονομικές μεταρρυθμίσεις της ελεύθερης αγοράς, αλλά ταυτόχρονα και πολύ αυστηρές ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης και της εγκληματικότητας. Σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό δηλαδή, οι Βρετανοί Συντηρητικοί υφάρπαξαν την πολιτική ατζέντα της Κεντροαριστεράς, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το Εργατικό Κόμμα ασπάστηκε σοσιαλιστικά ιδεολογήματα ενός κρατικιστικού πατερναλισμού της δεκαετίας του '70.
Όλες αυτές οι εξελίξεις όμως αποτελούν και μια ξεκάθαρη ήττα του ακροδεξιού και ακροαριστερού λαϊκισμού που όρθωσε το ανάστημά του για μερικά χρόνια, ως απόρροια της σκληρής οικονομικής κρίσης της Ευρωζώνης από το 2010 έως και το 2015, όπως και της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης του 2015~16. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ενίσχυσαν την ευρωπαϊκή οικονομία και αποκατάστησαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία του Ευρωσυστήματος, ενώ τα κράτη-μέλη άσκησαν περιοριστικές πολιτικές για τις μεταναστευτικές ροές, με αποτέλεσμα τα λαϊκιστικά κινήματα να χάσουν τα βασικά τους επιχειρήματα.
Το νέο πολιτικό σκηνικό που ανατέλλει στην Ευρώπη βρίσκεται βέβαια ακόμη στη γέννησή του, ενώ το παλιό σκηνικό δεν έχει ακόμη αποχωρήσει. Βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα ρευστό μεταβατικό στάδιο και μέσα στα επόμενα δυο χρόνια θα φανεί με μεγαλύτερη διαύγεια το πως θα διαμορφωθεί το καινούργιο πολιτικό πεδίο. Τα πρώτα στοιχεία όμως είναι ήδη μπροστά μας και είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε
στις 3 Ιανουαρίου στην εφημερίδα
Φιλελεύθερος
No comments:
Post a Comment