Η πρώτη μετά
από 65 χρόνια επίσκεψη αρχηγού του
τουρκικού κράτους στην Ελλάδα ήταν
σίγουρο ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις,
συζητήσεις και προβληματισμούς. Ιδίως
όταν έχει κανείς να κάνει με μια sui
generis προσωπικότητα όπως
είναι ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το
πρώτο λογικό ερώτημα είναι γιατί έγινε
η επίσκεψη και γιατί έγινε τώρα. Η
απάντηση που δίνουν κυβερνητικές πηγές
είναι ότι “ήθελε να έλθει και έπρεπε
να έλθει. Με τις καταιγιστικές εξελίξεις
που σημειώνονται στην περιοχή, δεν θα
βρίσκαμε ποτέ ‘καλό timing’». Άρα η επίσκεψη
έγινε διότι ήταν επιθυμία και επιλογή
του ίδιου του Ερντογάν πρωτίστως και
όχι της ελληνικής Κυβέρνησης.
Για
τους λόγους που ο Ερντογάν ήθελε να
πραγματοποιήσει αυτήν την επίσκεψη
μπορεί κανείς να κάνει αρκετές υποθέσεις,
μέχρι και να μπει σε συνομωσιολογικά
σενάρια. Η λογική ανάλυση όμως οδηγεί
σε τρεις βασικούς λόγους:
α)
μια επίσκεψη σε χώρα-μέλος της ΕΕ, και
μάλιστα στη χώρα με την οποία η Τουρκία
έχει τα σοβαρότερα προβλήματα, στέλνει
ισχυρό διεθνές μήνυμα ότι είναι ένας
“αποδεκτός” ηγέτης, του οποίου το
authority και
ο τρόπος διακυβέρνησης δεν αμφισβητείται.
Για τον Ερντογάν είναι ιδιαίτερα
σημαντικό κάτι τέτοιο μετά την ευθεία
σύγκρουση των τελευταίων μηνών με
πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες, όπως η Μέρκελ,
ο Ρούτε κ.ά.
Ο
φιλοκυβερνητικός Τύπος είχε αναδείξει
αυτήν την πτυχή από τις αρχές Νοεμβρίου:
“Η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι ο ίδιος
επιθυμεί να δείξει πως συνομιλεί ακόμα
με τη Δύση και ως εκ τούτου η Ελλάδα
προσφέρεται με τον καλύτερο τρόπο γι’
αυτό, καθόσον αποτελεί μέλος της Ε.Ε.
και του ΝΑΤΟ.”
β) να θέσει, έως
και εκβιαστικά, το θέμα της έκδοσης των
8 Τούρκων πραξικοπηματιών, παρ'όλη την
αντίθετη απόφαση του Αρείου Πάγου.
γ) να φέρει στην
ατζέντα την επιδίωξή του για αναθεώρηση
της Συνθήκης της Λωζάνης και να καταδείξει
με εμφατικό τρόπο το ενδιαφέρον του για
τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.
Η ελληνική
πλευρά δεν φαίνεται να είχε κάτι να
κερδίσει από μια επίσκεψη του Τούρκου
Προέδρου στην Ελλάδα και φαίνεται ότι
σύρθηκε σε αυτήν την εξέλιξη από την
επιθυμία και τον στρατηγικό σχεδιασμό
του Ερντογάν. Άρα τίθεται εύλογα το
ερώτημα: Γιατί σύρθηκε η ελληνική
Κυβέρνηση σε αυτήν την επίσκεψη;
Η απάντηση
βρίσκεται, δυστυχώς, στη δυσχερή θέση
που βρίσκεται και η χώρα και η ίδια η
Κυβέρνηση.
α) Η χώρα έχει
πολύ μικρά περιθώρια (στρατιωτικά,
πολιτικά και οικονομικά) να αντέξει
χωρίς οδυνηρό κόστος ένα θερμό επεισόδιο
στο Αιγαίο. Μια τέτοια εξέλιξη θα έπληττε
και την Οικονομία (τουρισμός, επενδύσεις
κλπ.) αλλά θα έριχνε επιπλέον βάρος στις
Ένοπλες Δυνάμεις σε μια εποχή που η χώρα
δεν έχει καμμία δυνατότητα να αυξήσει
τις αμυντικές της δαπάνες. Χαρακτηριστική
είναι η σπουδή της ελληνικής πλευράς
να προωθήσει την επανέναρξη των διμερών
επαφών για τα ΜΟΕΑ (Μέτρα
Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας),
“με ενεργή συμμετοχή της στρατιωτικής
ηγεσίας” όπως αναφέρει το non-paper
του Μαξίμου.
β) Η Κυβέρνηση
βρίσκεται σε δυσχερή θέση έναντι της
Τουρκίας λόγω της παρουσίας του Πάνου
Καμμένου στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Οι παντελώς ανεύθυνες και επικίνδυνες
φραστικές παρεμβάσεις, κινήσεις
(υπέρπτηση πάνω από τα Ίμια) και η
γενικότερη στάση του, τον έχουν καταστήσει
έναν αδύναμο κρίκο και liability
ασφάλειας για τη χώρα. Η
απόλυτη εξαφάνιση του αρχηγού των ΑΝΕΛ
από την επίσκεψη Ερντογάν είναι μια
έμπρακτη απόδειξη προς στην Τουρκία
ότι 'τις αποφάσεις στην Ελλάδα τις
παίρνει ο Αλέξης Τσίπρας' και πως ο
Καμμένος είναι απλώς ένα “αναγκαίο
κακό” για να υπάρχει κυβερνητική
πλειοψηφία.
Τα
αποτελέσματα σε πρακτικό επίπεδο
Σε επίπεδο
ουσίας η επίσκεψη Ερντογάν απέφερε
ελάχιστα αποτελέσματα, έως και μηδαμινά.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό non-paper,
αποφασίστηκε η επανέναρξη
των συνομιλιών για τα Μέτρα Οικοδόμησης
Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας αλλά αυτό
δεν ισχύει και είναι καθαρό spinning.
Η επανέναρξη των συνομιλιών
για τα ΜΟΕΑ αποφασίστηκε τον Οκτώβριο
στην Άγκυρα από τους Κοτζιά και
Τσαβούσογλου, όπως δήλωσε ο ίδιος οΚοτζιάς σε ενημέρωση των δημοσιογράφωνστις 26 Οκτωβρίου.
Το δεύτερο
spinning της
Κυβέρνησης αφορά στο ότι δήθεν αποφασίστηκε
κατά τη διάρκεια της επίσκεψης η σύγκλιση
του Ανωτάτου Συμβούλιο Συνεργασίας των
δύο χωρών. Και αυτή η απόφαση ελήφθη
κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του
Κοτζιά στην Άγκυρα τον Οκτώβριο. Τότε
μάλιστα είχε ανακοινωθεί ότι θα διεξαχθεί
τον Φεβρουάριο, ενώ τώρα λέγεται ότι θα
διεξαχθεί “το συντομότερο δυνατόν”,
άρα μπορεί στην πράξη να έχουμε πάει
πιο πίσω και από την απόφαση του Οκτωβρίου.
Στην
πορεία θα φανεί αν τα ΜΟΕΑ θα φέρουν
κάποιο απτό αποτέλεσμα για την εκτόνωση
της έντασης στο Αιγαίο, κάτι όμως που
δεν φαίνεται πιθανό διότι είναι πάρα
πολύ δύσκολο να εκλείψουν οι λόγοι που
προκαλούν την ένταση. Αυτό που μπορεί
να συμβεί είναι να βελτιωθεί το πλαίσιο
επικοινωνίας των στρατιωτικών επιτελείων
των δυο χωρών, ώστε να περιοριστούν
ουσιαστικά οι πιθανότητες πρόκλησης
θερμού επεισοδίου.
Επικοινωνιακή
πανωλεθρία
Εκεί που όχι
μόνο δεν υπήρξαν θετικά αποτέλεσμα,
αλλά υπήρξε πραγματική πανωλεθρία ήταν
στο επίπεδο της επικοινωνίας και των
εντυπώσεων.
Οι εκατέρωθεν
προσφωνήσεις σε ζωντανή μετάδοση μπροστά
στις τηλεοπτικές κάμερες κατά την
επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στον
Προκόπη Παυλόπουλο και η όλη στάση των
δυο ανδρών στο Προεδρικό Μέγαρο, πρέπει
να αποτελεί τη μεγαλύτερη επικοινωνιακή
ήττα Έλληνα αρχηγού Κράτους από την
εποχή της χούντας. Η ανεύθυνη επιλογή
του Παυλόπουλου να “νουθετήσει” δημόσια
τον Ερντογάν για τις δηλώσεις του στη συνέντευξη στον Αλέξη Παπαχελά ως προς
τη Συνθήκη της Λωζάνης, προκάλεσε την
άμεση απάντηση του Τούρκου Προέδρου
και το στρίμωγμα του Παυλόπουλου που,
μη έχοντας τι να απαντήσει, πέταξε το
μπαλάκι στον Κοτζιά, δηλώνοντας εν τέλει
'αναρμόδιος' αφού είπε “δεν είμαι
εκτελεστικός Πρόεδρος όπως εσείς”.
Προκάλεσε δηλαδή με τον Τούρκο Πρόεδρο
για ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα για το
οποίο δεν έχει θεσμική αρμοδιότητα και
όταν στριμώθηκε έστριψε πετώντας τη
μπάλα στην εξέδρα.
Επρόκειτο για
ντροπιαστική στιγμή για το θεσμό του
Προέδρου της Δημοκρατίας και για τη
χώρα, και αιτία είναι η ανεύθυνη
προσωπικότητα του ίδιου του Παυλόπουλου,
ο οποίος θεώρησε ότι έχει “το ανάστημα
να υποδυθεί το ρόλο του εθνικού ηγέτη
που θα αποκρούσει τις ιταμές προκλήσεις
του νεοσουλτάνου” και να προκαλέσει
ρίγη συγκίνησης στους Έλληνες και
διθυραμβικά πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες
που προωθούν εδώ και χρόνια τους ανέξοδους
δεκάρικους λόγους στις Άνω Ραχούλες
ανά την Ελλάδα όπου κάθε φορά υποτίθεται
πως “στέλνει αυστηρό μήνυμα προς την
“Άγκυρα”.
Όταν ήρθε η ώρα
να αντιπαρατεθεί με τον αντίπαλο in
flesh and blood, είδαμε όλοι
ποιός είναι ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που έμεινε στήλη
άλατος όταν μπροστά του ένας ναζί
χατσούκισε μια γυναίκα.
Στη συνάντηση
με τον Αλέξη Τσίπρα τα πράγματα ήταν
πιο μαζεμένα, καθώς ο Τσίπρας είχε ήδη
πάρει το μήνυμα του στραπάτσου Παυλόπουλου
και διότι ο ίδιος ο Ερντογάν δεν θέλησε
να φέρει και αυτόν σε δύσκολη θέση. Μέσα
στο πλαίσιο όμως της αμηχανίας της
κοινής συνέντευξης Τύπου, φάνηκε ξεκάθαρα
ότι η ελληνική πλευρά έχει παντελή
άγνοια για το τι θέλει η Τουρκία όταν
μιλάει για “επικαιροποίηση” της
Συνθήκης της Λωζάνης.
Τι
θέλει η Τουρκία
Το θέμα της
'επικαιροποίησης' ή αναθεώρηση της
Συνθήκη της Λωζάνης δεν το έθεσε η
Τουρκία πρώτη φορά στη συνέντευξη
Ερντογάν στον Παπαχελά, και είναι
παντελώς γελοίοι οι ισχυρισμοί κάποιων
όπως πχ ο Σγουρίδης, πως ήταν λάθος η
αναμόχλευση του θέματος από τον διευθυντή
της Καθημερινής. Η τουρκική ηγεσία θέτει
το ζήτημα εδώ και περισσότερο από ένα
χρόνο, και μάλιστα έχει κάνει σχεδόν
σαφές το τι επιδιώκει με αυτήν την
'επικαιροποίηση'. Στις 30 Σεπτεμβρίου2016 ο Ερντογάν απευθυνόμενος σε δημάρχους
και κοινοτάρχες ήταν λίαν αποκαλυπτικός:
“Στη Λωζάνη παραδώσαμε τα νησιά τα
οποία είναι τόσο κοντά [στα τουρκικά
παράλια] που μπορείς και να φωνάξεις
απέναντι. Αυτά τα νησιά μας ανήκαν. Εκεί
υπάρχουν ακόμη τα τζαμιά μας και οι
χώροι λατρείας μας. Παρ' όλα αυτά φτάσαμε
στο σημείο να συζητάμε ακόμη για την
υφαλοκρηπίδα, τον εναέριο χώρο, τα χωρικά
ύδατα. Γιατί; Εξ αιτίας αυτών που ήταν
στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη
Λωζάνη”.
Όπως έγραφα και
τότε, ο άμεσος στόχος ήταν μεν
αναδειχθεί ο δήθεν ενδοτισμός του
κόμματος της αντιπολίτευσης
CHP (ο βασικός
διαπραγματευτής της Τουρκίας στη Λωζάνη
ήταν ο Ισμέτ Ινονού, ιδρυτής του CHP),
αλλά φάνηκε καθαρά η
επιδίωξη της τουρκικής ηγεσίας που
είναι η αλλαγή του status
quo στο Αιγαίο.
Το
άρθρο της Συνθήκης που “πονά” ιδιαίτερα
την Τουρκία είναι το Άρθρο 12 και ειδικά η β' παράγραφος που αναφέρει ότι μόνο
τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση
εγγύτερη των τριών μιλίων από τις
τουρκικές ακτές θα τεθούν υπό τουρκική
κυριαρχία (εκτός της Ίμβρου, της Τενέδου
και των Λαγουσών νήσων). Είναι γνωστό
ότι η Τουρκία τουλάχιστον από 1996
αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε
152 νησιά και νησίδες του Αιγαίου. Κάποια
από αυτά αφορούν άμεσα στη Συνθήκη της
Λωζάνης, όπως οι Οινούσσες, οι Φούρνοι,
η Γαύδος κ.ά. Ιδιαίτερης στρατηγικής
σημασίας θεωρείται η διεκδίκηση του
Καλόγερου και των Αντίψαρων, καθώς
ενδεχόμενη τουρκική κυριαρχία σε αυτά
τα νησιά θα δημιουργούσε έναν τουρκικό
θύλακα με υφαλοκρηπίδα, εναέριο χώρο
και χωρικά ύδατα στη μέση του Αιγαίου.
Μια
ενδεχόμενη συζήτηση δηλαδή για
'επικαιροποίηση' της Συνθήκης της Λωζάνης
θα έθετε και το ζήτημα της κυριαρχίας
αυτών των νησιών. Πρόκειται δηλαδή για
μια προσπάθεια να επισημοποιηθούν οι
γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο και να αλλάξει
η κυριαρχία κάποιων νησιών ή νησίδων.
Για
τους μουφτήδες
Ιδιαίτερη
αναφορά έκανε ο Τούρκος Πρόεδρος στο
ζήτημα του καθεστώτος των μουφτήδων
στη Θράκη και το γεγονός ότι διορίζονται
και δεν εκλέγονται από τη μειονότητα.
Ενώ ανέφερε λανθασμένα ότι η συγκεκριμένη
πρόνοια αναφέρεται στη Συνθήκη της
Λωζάνης, εν τούτοις πρόκειται για ένα
ζήτημα το οποίο θα πρέπει να θεραπεύσει
η ελληνική πολιτεία, ανεξαρτήτως των
αιτιάσεων του Ερντογάν.
Η
συνταγματική επιταγή της θρησκευτικής
ελευθερίας επιτάσσει την πλήρη ανεξαρτησία
των μουφτήδων στη Θράκη. Λόγω όμως του
ιδιότυπου καθεστώτος της σαρίας στη
μουσουλμανική μειονότητα, οι μουφτήδες
έχουν και δικαστική εξουσία και αυτό
δημιουργεί μια εύλογη ευθύνη της
πολιτείας για εποπτεία. Θα μπορούσε
κάλλιστα να θεσμοθετηθούν αυστηροί
ακαδημαϊκοί όροι για την πλήρωση αυτών
των θέσεων και βέβαια η νομοθέτηση της
προαιρετικής και συναιτετικής εφαρμογής
της σαρίας και όχι της υποχρεωτικής
εφαρμογής της, όπως ισχύει σήμερα με
βάση τη νομολογία του Αρείου Πάγου.
Παρότι η εκλογή μουφτή προβλεπόταν στη
Συνθήκη των Αθηνών του 1913 και τον
εφαρμοστικό νόμο του 1920, εν τούτοις δεν
εφαρμόστηκε ποτέ διότι το ελληνικό
κράτος φοβόταν ότι ένα εκλεγμένος
μουφτής θα μπορούσε να παίξει το ρόλο
και πολιτικού ηγέτη. Αυτοί οι φόβοι
μπορούν να καλυφθούν αν επιλεγεί η
εκλογή από ένα εκλεκτορικό σώμα (şura)
και όχι από ολόκληρη τη
μειονότητα. Εξάλλου αν υπήρχε ανάγκη
δημιουργίας “πολιτικού ηγέτη” για τη
μειονότητα θα μπορούσε κάλλιστα να
επιλεγεί ένας από τους τέσσερεις
μουσουλμάνους βουλευτές.
Η
έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού και η
ανευθυνότητα κοστίζουν
Εν κατακλείδι,
η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα ανέδειξε
τις αντιφάσεις και την προχειρότητα
της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην
Τουρκία και την παντελή έλλειψη
στρατηγικού σχεδιασμού.
Μια Κυβέρνηση
που αναζητεί στηρίγματα στον Ερντογάν
για να αποτρέψει “ατυχήματα” που δεν
θα μπορεί να διαχειριστεί και για να
'αποστειρωθεί' από έναν Υπουργό Αμύνης
που αποτελεί εθνικό κίνδυνο και ντροπή
είναι ανύμπορη να χαράξει οποιαδήποτε
μακρόπνοη στρατηγική και, εν τέλει, να
υπηρετήσει τα πραγματικά συμφέροντα
της χώρας. (επιλέγω να μην χρησιμοποιήσω
τον όρο “εθνικά συμφέροντα” γιατί ο
συγκεκριμένος όρος έχει αλλοτριωθεί).
Τραγικά ολίγιστος
και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος
είναι άξιος μόνο για δεκάρικους λόγους
σε εγκαίνια προτομών αγωνιστών του '21
στις ανά την επικράτεια Άνω Ραχούλες.
Για αρχηγός κράτους δεν κάνει αυτός ο
άνθρωπος και ελπίζω να μην χρειαστεί
να εμπλακεί ξανά σε στρατηγικής σημασίας
επαφές με ξένους ηγέτες μέχρι το τέλος
της ανάξιας για τη χώρας θητείας του σε
δυο χρόνια.
Θλιβερή επίσης
ήταν η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε
αναφοράς από την ελληνική πλευρά στις
τραγικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στην Τουρκία, τις φυλακίσεις
εκατοντάδων δημοσιογράφων χωρίς
καμμία προστασία για δίκαιη δίκη,
τις καταδίκες πολιτών επειδή είχαν την
απερισκεψία να γράψουν ένα αρνητικό
σχόλιο για τον Ερντογάν στο Facebook,
στον αποδεδειγμένο
εξοπλισμό τζιχαντιστών από την MIT,
και πάμπολλα άλλα
παραδείγματα όπου ο Ερντογάν έχει φερθεί
ως αυταρχικός δικτάτορας.
Αντ'
αυτού του δόθηκε βήμα να κομπάσει για
το δήθεν τέλειο επίπεδο της τουρκικής
δικαιοσύνης και να αμφισβητήσει την
εξουσία και την αμεροληψία της ελληνικής
Δικαιοσύνης, απαιτώντας την παράνομη
έκδοση των 8 Τούρκων αξιωματικών. Η σιωπή
αυτή γίνεται πιο εξοργιστική όταν
έρχεται από μια Κυβέρνηση που κουνά το
δάκτυλο σε άλλους για την αριστεροσύνη
της και τον καημό της για τα ανθρώπινα
δικαιώματα.
Τι
μπορεί και πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα;
Η ατυχής αυτή
επίσκεψη αφήνει μεν μια πικρή γεύση,
αλλά μπορεί να αποτελέσει την αφορμή
για ένα γόνιμο προβληματισμό για τις
σχέσεις με την Τουρκία και τη συγκρότηση
ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού
που δεν εκπνέει κάθε φορά που θα αλλάζει
η Κυβέρνηση.
Αυτό που μπορεί
κανείς εύκολα να πει είναι ότι η μέχρι
σήμερα στρατηγική είναι αδιέξοδη και
στερείται ρεαλισμού και οράματος. Η
μέχρι τώρα θέση της χώρας στηρίζεται
σε δυο άξονες:
α) άρνηση
διαπραγμάτευσης των διεθνών συνθηκών
και οχύρωση πίσω από το διεθνές δίκαιο
β) στήριξη της
ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας
Και οι δυο αυτοί
άξονες όμως έχει φανεί στην πράξη ότι
έχουν φτάσει στα όριά τους.
α) Όσο και
φωνάζουμε γαι την τήρηση των Συνθηκών
και του διεθνούς δικαίου, αυτά
καταστρατηγούνται στην πράξη καθημερινά
από την Τουρκία, με αποτέλεσμα τεράστιο
κόστος για τη χώρα σε αμυντικές δαπάνες
και δέσμευση πολύ μεγάλου αριθμού
ανθρώπινου δυναμικού σε μη παραγωγική
διαδικασία, όπως και σε διαρκή απειλή
για την ασφάλεια της χώρας.
β) Είναι ελάχιστα
πιθανό, έως και απίθανο να ενταχθεί η
Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο ορατό
μέλλον, ίσως και ποτέ. Ας δει κάποιος
πως αντιμετωπίζονται τα τελευταία
χρόνια οι μουσουλμάνοι στις χώρες του
Βίζεγκραντ. Τη στιγμή που αρνούνται να
δεχθούν έστω και έναν μουσουλμάνο
μετανάστη ή έστω και πρόσφυγα, θεωρεί
κανείς ότι θα αποδεχθούν την είσοδο των
80 εκατομμυρίων Τούρκων μουσουλμάνων
στην ΕΕ, οι οποίοι θα έχουν ελεύθερο
δικαίωμα εγκατάστασης και εργασίας
στις χώρες αυτές;
Το πιο αισιόδοξο
σενάριο θα ήταν μια ειδική εταιρική
σχέση, παρόμοια με αυτή που συμφώνησε
η ΕΕ με την Ουκρανία. Η πλήρης συμμετοχή
πρέπει να θεωρείται απολύτως μη
ρεαλιστική.
Αν όμως γίνει
αποδεκτή η είσοδος της Τουρκίας στην
ΕΕ, η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να την
αποδεχθεί ως ισότιμο μέλος πρωτού έχουν
ρυθμιστεί οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο;
Θα δεχθούμε να γίνει μέλος της ΕΕ μια
χώρα που έχει σε ισχύ το casus
belli με την Ελλάδα;
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα της σημερινής αδιέξοδης
κατάστασης είναι οι περίφημες συζητήσεις
για την υφαλοκρηπίδα. Οι συζητήσεις
αυτές ξεκίνησαν το 1975 με κοινή απόφαση
του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του
Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και η θέση της
ελληνικής πλευράς είναι αυτό είναι και
το μόνο ζήτημα που μπορεί η Ελλάδα να
διαπραγματευθεί. Από το 1996 όμως ζούμε
σε ένα διαφορετικό περιβάλλον λόγω των
αξιώσεων της Τουρκίας σε τουλάχιστον
152 νησιά και νησίδες του Αιγαίου. Άρα,
για ποιά υφαλοκρηπίδα να μιλήσει κανείς,
όταν δεν υπάρχει συμφωνία για το ποιά
είναι η έκταση της ελληνικής κυριαρχίας.
Οποιαδήποτε συζήτηση για υφαλοκρηπίδα
είναι στο κενό, όταν η κυριαρχία ενός
μεγάλου μέρος του Αιγαίου αμφισβητείται
στην πράξη.
Μια
μακρόπνοη λοιπόν στρατηγική για τις
σχέσεις με την Τουρκία θα πρέπει να
κατατείνει στην εξεύρεση μιας συνολικής
λύσης των ελληνοτουρκικών θεμάτων.
Έχοντας ορίζοντα δηλαδή τα επόμενα 100
χρόνια, αυτό που θα μπορούσε να δημιουργήσει
μια σταθερή σχέση θα ήταν ένα grand
bargain, το οποίο θα κατέληγε
σε μια τελική ειρήνευση και άρση όλων
των αμφισβητήσεων και διαφορών. Μια
τέτοια συμφωνία “πάρε-δώσε” θα επέτρεπε
στην Ελλάδα να αποδεσμεύσει ένα τεράστιο
οικονομικό και ανθρώπινο δυναμικό και
θα μπορούσε να μετατρέψει το Αιγαίο σε
παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης και
ειρηνικής συνύπαρξης.
Υπάρχουν
όμως μεγάλα εμπόδια για την επίτευξη
μιας τέτοιας “μεγάλης συμφωνίας”. Η
Τουρκία δεν είναι ένα κράτος που μπορεί
εύκολα η Ελλάδα να εμπιστευθεί, καθώς
επανειλημμένα στο παρελθόν έχει αθετήσει
συμφωνίες αλλά και επειδή δεν είναι μια
σταθερή Δημοκρατία. Θα μπορούσαν όμως
για μια τέτοια συμφωνία να βοηθήσουν
και άλλες δυνάμεις όπως η Ευρωπαϊκή
Ένωση και οι ΗΠΑ. Θα μπορούσαν τουλάχιστον
να ξεκινήσουν οι πρώτες σκέψεις και
προβληματισμοί. Η επίσκεψη Ερντογάν
έκανε δραματικά φανερό ότι η μέχρι τώρα
πολιτική οδηγεί σε τέλμα τις "zor ilişki", τις δύσκολες σχέσεις των δυο χωρών.