Η πρόσφατη δραματική
κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας
έχει οδηγήσει ακόμη και τους πλέον
αισιοδόξους να κατανοούν ότι έχει
καταρρεύσει πλέον η εδώ και 20 σχεδόν
χρόνια πολιτική της Ελλάδας απέναντι
στην Τουρκία, η οποία στηριζόταν στο
θεώρημα πως οι διμερείς σχέσεις θα
βελτιώνονται σταδιακά και παράλληλα
με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Υπηρετώντας αυτήν την πολιτική οι
ελληνικές κυβερνήσεις επεδείκνυαν μια
ανοχή στις κατά καιρούς προκλητικές
ενέργειες της γειτονικής χώρας στο
Αιγαίο και τηρούσαν μια στάση κατευνασμού
της Άγκυρας.
Οι τελευταίες όμως
τουρκικές ενέργειες, το ουσιαστικό
πάγωμα ή και τελειωτική ακύρωση κάθε
ιδέας για ένταξη της Τουρκίας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, και κυρίως η διακηρυγμένη
της πολιτική αναθεωρητισμού ως προς το
status quo στο Αιγαίο, την Εγγύς Ανατολή
ευρύτερα, όπως και η ευθεία αμφισβήτηση
της Συνθήκης της Λωζάνης καταδεικνύουν
την ανάγκη της χάραξης μια νέας στρατηγικής
από την Αθήνα απέναντι στην Άγκυρα, όπως
έχω αρθρογραφήσει ήδη από το φθινόπωρο
του 2016.
Οποιαδήποτε όμως αλλαγή
της στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία
προϋποθέτει την αναγνώρισή της κατ'
αρχάς ως “αντίπαλο” και όχι ως “φίλη
χώρα” όπως ισχύει ακόμη και σήμερα. Το
δεύτερο στάδιο σχεδιασμού αφορά στους
τρόπους αντιμετώπισης της τουρκικής
απειλής. Οι περισσότερες λύσεις που
προτείνονται περιορίζονται στον τομέα
της στρατιωτικής ενίσχυσης της χώρας
(διαβάζουμε αναφορές για προμήθεια
φρεγατών, την αναβάθμιση των F-16, τη
μελλοντική συμπαραγωγή ευρωπαϊκού
μαχητικού 5ης ή 6ης γενιάς κ.ά) και των
διπλωματικών ενεργειών που θα βασίζονται
στις αρχές του διεθνούς δικαίου. Και οι
δυο αυτοί τομείς της άμυνας της χώρας,
χωρίς να υποτιμώνται, δεν μπορούν να
δημιουργήσουν ικανή αποτρεπτική ισχύ
απέναντι στην Τουρκία. Η χώρα μας δεν
έχει την οικονομική δυνατότητα να
προσπεράσει στρατιωτικά την Τουρκία,
στο δε διπλωματικό επίπεδο τα περιθώρια
είναι δραματικά περιορισμένα καθώς οι
ΗΠΑ δεν έχουν πια τη δύναμη ή/και τη
βούληση να παίξουν το ρόλο του forcé ειρηνοποιού ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ
και η εδώ και 60 χρόνια “ευμενώς ουδέτερη”
Ρωσία δείχνει να έχει αλλάξει άρδην τη
στάση της απέναντι στην Άγκυρα.
Για την Ελλάδα όμως
υπάρχουν δυο όπλα που αν αξιοποιηθούν
μπορεί να αποβούν πολύ πιο αποτελεσματικά
και από την στρατιωτική αναβάθμιση και
από τις διπλωματικές συμμαχίες. Το πρώτο
όπλο είναι η πληροφορική, η κυβερνητική
και το cyberwarfare. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές
που ισχυρίζονται ότι το μεγαλύτερο
μέρος των πολέμων στο μέλλον θα διεξάγεται
σε αυτόν τον τομέα και όχι με τους
κλασικούς συμβατικούς τρόπους. Η Ελλάδα
μπορεί να αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα
σε αυτόν τον τομέα, ο οποίος δεν απαιτεί
υπέρογκες εκταμιεύσεις, αλλά να επιδιώξει
τη συμμαχία του Ισραήλ, που είναι
πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα.
Ο δεύτερος και
σημαντικότερος τομέας είναι ο εμπορικός
και οικονομικός πόλεμος. Όσο και αν η
Ελλάδα είναι υποβαθμισμένη οικονομικά
τα τελευταία χρόνια, εν τούτοις συμμετέχει
σε ένα από τις πιο ισχυρές οικονομικές
συμμαχίες στο κόσμο: την Ευρωπαϊκή
Ένωση. Εάν η ΕΕ αποφάσιζε, μετά από πίεση
της Ελλάδας και της Κύπρου, να επιβάλλει
οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία το
πλήγμα θα ήταν βαρύτατο, αν όχι συντριπτικό,
για την Άγκυρα. Η πρόσφατη έκθεση
υποβάθμισης της Τουρκίας από την Moody's
περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες
το λεπτό σχοινί πάνω στο οποίο ισορροπεί
η Οικονομία της Τουρκίας. Ειδικά οι πολύ
μεγάλες ετήσιες ανάγκες εξυπηρέτησης
του τουρκικού χρέους και η τεράστια
ανάγκη της για εισαγωγή επενδυτικών
κεφαλαίων σε συνάλλαγμα την καθιστούν
εξαιρετικά ευάλωτη σε έναν πιθανό
οικονομικό πόλεμο, και σταματώ εδώ για
ευνόητους λόγους.
Όλα αυτά όμως δεν θα
έχουν καμία αξία αν δεν υπάρξει άμεση
και δραστική αλλαγή του δόγματος σχέσεων
με την Τουρκία. Ας παραδεχτούμε επιτέλους
ότι η πολιτική του κατευνασμού χρεοκόπησε,
και μάλιστα με αποκλειστική ευθύνη του
Ερντογάν. Η ανοχή της Ελλάδας έφτασε
στο τέλος της.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα 'Φιλελεύθερος' στις 12 Μαρτίου 2018