Η τελετή του συνοικεσίου των Πρεσπών πήγε σύμφωνα με το πρόγραμμα, αν εξαιρέσει κανείς μερικά δακρυγόνα που έπεσαν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα πάνω σε διαδηλωτές που δεν συμφωνούσαν με το προικοσύμφωνο. Οι υπογραφές όμως έπεσαν και η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ δεσμεύει πλέον τη χώρα σε διεθνές επίπεδο, παρότι το κείμενο προβλέπει ότι η συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ μόλις η “Βόρεια Μακεδονία” ολοκληρώσει την αναθεώρηση του Συντάγματός της.
Πέρα όμως από το αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τα ζητήματα ταυτότητας και γλώσσας όπως αυτά προβλέπονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 3, εδάφια b και c, η συμφωνία έχει πολύ σοβαρά προβλήματα και σε συγκεκριμένες πρόνοιες, όσο και σε παραλήψεις.
Σε αντίθεση με την ενδιάμεση συμφωνία η οποία αφορούσε αποκλειστικά στο ζήτημα του ονόματος, η παρούσα συμφωνία αγγίζει μια τεράστια γκάμα θεμάτων που καλύπτουν τους τομείς της ασφάλειας, των μεταφορών, της παιδείας και των οικονομικών σχέσεων. Για αυτό το λόγο ξεφεύγει κατά πολύ από την έννοια της “διεθνούς συμφωνίας απλοποιημένης μορφής” που θα είχε αρμοδιότητα να υπογράψει ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας και τείνει προς τη μορφή της “ευρείας συμφωνίας” που σημαίνει ότι θα έπρεπε βάσει του Άρθρου 36 του Συντάγματος να συνομολογηθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ακόμη όμως και αν ξεπεράσει κανείς το σοβαρό αυτό ζήτημα νομιμότητας, η πλέον προβληματική πρόνοια της συμφωνίας βρίσκεται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, όπου η Ελλάδα απεμπολεί προκαταβολικά το δικαίωμα του βέτο στην ένταξη της “Βόρειας Μακεδονίας” στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ για την ένταξη στο ΝΑΤΟ η προκαταβολική συναίνεση βρίσκεται στα πλαίσια της καλοπιστίας αφού η ένταξη θα γίνει άμεσα, στο θέμα της ΕΕ είναι εντελώς παράλογο αφού η ένταξη αυτή θα συμβεί σε 10, 15 ή και περισσότερα χρόνια, χωρίς να μπορούμε να έχουμε αυτήν τη στιγμή καμία ιδέα για το πως θα είναι οι συγκυρίες και οι ισορροπίες στην ΕΕ τότε και αν αυτή η ένταξη εξυπηρετεί ή πλήττει τα εθνικά συμφέροντα. Η σχετική πρόνοια υπήρχε μεν και την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 αλλά τότε όλοι θεωρούσαν ότι αφορά την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και ελάχιστοι φαντάζονταν ότι θα χρησιμοποιηθεί για ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν σκεφτεί κάποιος κακόβουλα και αλλάξει ξανά το Σύνταγμα της “Βόρειας Μακεδονίας” ενώ θα έχει γίνει ήδη μέλος της ΕΕ. Θα είναι πρακτικά σχεδόν αδύνατο να αποβληθεί από την ΕΕ και η Ελλάδα θα έχει ως μόνο όπλο την όποια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η οποία όμως θα δεν θα επηρεάσει τη συμμετοχή της “Μακεδονίας” πλέον στην ΕΕ. Για να καλυφθεί η Ελλάδα θα πρέπει να ζητήσει την ύπαρξη ειδικού πρωτοκόλλου που θα προβλέπει την αποβολή της “Βόρειας Μακεδονίας” από την ΕΕ αν αυτή τροποποιήσει κακόβουλα τα άρθρα του Συντάγματός της που σχετίζονται με τη συμφωνία με την Ελλάδα.
Τεράστιο ζήτημα όμως υπάρχει και με την ανυπαρξία πρόνοιας για την περίπτωση που η ΠΓΔΜ απορρίψει τη συμφωνία, είτε μέσω του δημοψηφίσματος, είτε λόγω αδυναμίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Τι θα συμβεί τότε; Επανενεργοποιείται η ενδιάμεση συμφωνία του 1995 ή απελευθερώνονται τα Σκόπια και μπορούν να αποκαλούνται πλέον όπως θέλουν;
Τα ζητήματα της ιθαγένειας και της γλώσσας μπορεί να μονοπωλούν τις συζητήσεις για τη συμφωνία, αλλά πρόκειται για θέματα που ελάχιστα θα επηρεάσουν στο πρακτικό επίπεδο τις σχέσεις των δυο χωρών. Η προκαταβολική και ανέκκλητη έγκριση της Ελλάδας στην ένταξη της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα τεράστιο ζήτημα το οποία κινδυνεύει να δημιουργήσει μεγάλα και επικίνδυνα προβλήματα για τη χώρα. Πολύ πιθανόν δε να είναι και αντισυνταγματικό, καθώς θεωρώ παράλογο να προδεσμεύει με την υπογραφή του ο Υπουργός Εξωτερικών ένα κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας. Γι αυτό είναι απόλυτα καταδικαστέα η βεβιασμένη και εν κρυπτώ σύναψη της συμφωνίας από την Κυβέρνηση.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 18/6/2018