Φθάνουμε λοιπόν αισίως και ευτυχώς στο τέλος της μιας ακόμη χρονιάς για τη γαληνοτάτη Ελληνική Δημοκρατία και μπορούμε πλέον να ατενίσουμε με έναν ικανοποιητικό βαθμό ψυχραιμίας τις εξελίξεις που χάραξαν αυτούς τους 12 τελευταίους μήνες.
O πρώτος μήνας της χρονιάς χαράχθηκε από το εθνικό ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της δραματικής ψηφοφορίας στη Βουλή για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, μετά την ολοκλήρωση με σκοτεινές διαδικασίες της συνταγματικής αναθεώρησης από τη Βουλή των Σκοπίων. Τελικά η Ελλάδα επικύρωσε τη Συμφωνία, η οποία δίχασε σε δραματικό βαθμό τη χώρα και έκλεισε με αυτόν τον αμφιλεγόμενο τρόπο μια διεθνοπολιτική εκκρεμότητα σχεδόν 30 ετών. Ο Σύριζα απέτυχε με τον τρόπο που δρομολόγησε τη Συμφωνία των Πρεσπών στον μικροκομματικό του στόχο που ήταν να διχάσει την Νέα Δημοκρατία και το Κίνημα Αλλαγής, οδήγησε όμως τελικά σε πολιτικό αφανισμό τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το Ποτάμι. Η δραματική αυτή πολιτική διαδικασία άφησε τραυματισμένη την κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία μετά τις 25 Ιανουαρίου στηριζόταν στις θετικές ψήφους ανεξάρτητων βουλευτών, ενώ έχασε την πλειοψηφία σε επιτροπές της Βουλής και αναγκάστηκε να μεταχειριστεί ακραίες ερμηνείες του Προέδρου της Βουλής για να μην οδηγηθεί στο διασυρμό.
Η εξέλιξη όμως αυτή αναζωπύρωσε τα σενάρια για πρόωρες εκλογές, αφού ήταν φανερό ότι με ασταθή κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα ήταν πολύ δύσκολο για τον Σύριζα να παραμείνει στην Κυβέρνηση μέχρι το τέλος της συνταγματικής θητείας που ήταν το τέλος του Σεπτεμβρίου. Τελικά μετά από διάφορες σκέψεις και αμφιταλαντεύσεις, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να καταναλώσει τον πολιτικό χρόνο μέχρι τις ευρωεκλογές του Μαΐου και να δώσει εκεί τον υπέρ πάντων αγώνα. Όπερ και εγένετο, και ο Σύριζα επέλεξε ως προεκλογική του στρατηγική για τις ευρωπαϊκές εκλογές μια ελληνική έκδοση του “Project Fear”, μιας καμπάνιας εκφοβισμού της ελληνικής κοινωνίας για την “νεοφιλελεύθερη και ανάλγητη” Νέα Δημοκρατία που θα κατακρεουργούσε τα εισοδήματα και τα εργασιακά δικαιώματα των Ελλήνων Πολιτών, θα έφερνε στην Ελλάδα ένα ασφαλιστικό “τύπου Πινοσέτ” και θα εγκαθίδρυε ένα “αυταρχικό και ρεβανσιστικό κράτος και παρακράτος της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς”. Επέλεξε δε να ορίσει τις ευρωεκλογές ως δημοψήφισμα για την πολιτική του. Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξαν ένα πρόγραμμα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με επίκεντρο τη μείωση της φορολογίας, την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση του πραγματικού εισοδήματων των πολιτών. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών που ανέδειξε μεγάλη νικήτρια την ΝΔ υπήρξε ένα ισχυρό ράπισμα στον Σύριζα και τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος μη αντέχοντας την πίεση προκήρυξε εθνικές εκλογές για τις 7 Ιουλίου.
Η νέα προεκλογική περίοδος που ακολούθησε ήταν ουσιαστικά μια επανάληψη της αντίστοιχης των ευρωεκλογών, με την πολύ σημαντική διαφορά ότι αυτήν τη φορά η ΝΔ ήταν το αδιαφιλονίκητο φαβορί και το ουσιαστικό ερώτημα ήταν απλά εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πετύχει την απόλυτη πλειοψηφία ή εάν η χώρα θα μπει σε περιπέτειες λόγω και του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής που είχε φροντίσει να νομοθετήσει ο Σύριζα την προηγούμενη χρονιά. Τελικά η νίκη της ΝΔ ήταν ευρεία με άνετη πλειοψηφία δέκα εδρών και με ταυτόχρονη εκλογική εξαφάνιση της Χρυσής Αυγής, του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων. Αντ' αυτών εισήλθαν στη Βουλή η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου και το Μέρα25 του Γιάνη Βαρουφάκη.
Η ανάληψη της διακυβέρνησης από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη χαρακτηρίστηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες από μια εξαιρετικά ενεργητική πολιτική στο πεδίο της μείωσης της φορολογίας, της κατάργησης αντιαναπτυξιακών διατάξεων και της αποκατάστασης ενός φιλοεπενδυτικού κλίματος στην αγορά. Παράλληλα, παρά την αρχική δυσπιστία των Ευρωπαίων εταίρων, κατάφερε σταδιακά να αποκαταστήσει ένα πολύ θετικό επίπεδο συνεργασίας με τους θεσμούς, σε βαθμό που δεν υπήρξε κανενός είδους περικοπή στον προϋπολογισμό του 2019 (παρόλες τις προεκλογικές παροχές της Κυβέρνησης Τσίπρα) και στον προϋπολογισμό του 2020, ενώ υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στα έτη 2021 και 2022.
Εκεί που η Κυβέρνηση Μητσοτάκη φάνηκε να έπεται των εξελίξεων ήταν στη ραγδαία και δραματική αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς τα νησιά του Αιγαίου και τις επιθετικές και προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ αρχικά και στο Καστελλόριζο πρόσφατα. Ενδεχομένως να υπήρχε η ελπίδα ότι δεν θα υπάρξει κρίση σε αυτούς τους δυο πολύ κρίσιμους τομείς που αφορούν στην εθνική ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία αλλά η συμπεριφορά του Ερντογάν έπεισε έστω και αργά την Κυβέρνηση ότι είναι αναγκαία η αλλαγή πολιτικής στο μεταναστευτικό/προσφυγικό και απέναντι στην Τουρκία.
Συνολικά θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει κανείς το 2019 μια χρονιά ιστορικής αλλαγής για τη χώρα. Μετά από 9 χρόνια χρεοκοπίας και πολιτικής θύελλας, ο ελληνικός λαός αποφάσισε να γυρίσει σελίδα και να επενδύσει σε ένα αισιόδοξο μέλλον και στην επιστροφή της χώρας σε μια πολιτική και οικονομική κανονικότητα. Τα μέχρι τώρα δείγματα είναι θετικά προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά θα πρέπει θα υπάρξει και ένα ελάχιστο επίπεδο εθνικής συναίνεσης για να αντιμετωπιστεί η τουρκική επιθετικότητα. Οι συνθήκες είναι θετικές αφού οι προκλήσεις του αυταρχικού Τούρκου ηγέτη φαίνεται πως οδηγούν την πλειοψηφία της πολιτικής τάξης της χώρας και την κοινωνία προς μια νέα εθνική συνειδητότητα.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 27 Δεκεμβρίου 2019
No comments:
Post a Comment