Η εχθρική κίνηση της Τουρκίας να συνάψει ένα παντελώς παράνομο συμφωνητικό χάραξης θαλασσίων συνόρων με έναν τυχοδιώκτη εγκάθετο που φέρει τον τίτλο “Πρωθυπουργός της Λιβύης” ξύπνησε την Ελλάδα από έναν πολυετή λήθαργο, στον οποίο είχε περιέλθει λόγω αμεριμνησίας, στρουθοκαμηλισμού αλλά και πραγματικών οικονομικών προβλημάτων. Οι τουρκικές γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ τους προηγούμενους μήνες άφησαν σχεδόν αδιάφορη την ελληνική πολιτική τάξη και κυρίως την κοινωνία. Οι Έλληνες, που άλλοτε κατέβαιναν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους της Αθήνας για να διαδηλώσουν “για τα δίκαια του κυπριακού ελληνισμού” δεν δείχνουν πλέον τον ίδιο βαθμό εθνικής αλληλεγγύης και εγρήγορσης. Η δε πολιτική τάξη της χώρας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το κακό όνειρο που δεν ήθελαν πιστέψουν ότι θα γίνει πραγματικότητα, τελικά φαίνεται ότι θα γίνει πραγματικότητα δοκιμάζοντας τις αντοχές και το φρόνημά της.
Το “μνημόνιο Ερντογάν-Σαράζ” δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά αποτελεί την απόλυτα προβλέψιμη συνέχεια μιας σειράς απόλυτα υπολογισμένων τουρκικών κινήσεων που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το εθνικά σοκαριστικό περιστατικό των Ιμίων οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στη συμφωνία του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 και κυρίως στην Κοπεγχάγη τον Δεκέμβριο 2002, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχθηκε να κάνει μέλος της την Κυπριακή Δημοκρατία με αντάλλαγμα την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων και με την Τουρκία, αλλά και με την παραίνεση προς την Αθήνα και την Άγκυρα να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές με διεθνή διαιτησία.
Τα πρώτα χρόνια μετά το Ελσίνκι ήταν τα καλύτερα χρόνια στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1973. Η Τουρκία είχε πραγματικά πιστέψει στο ευρωπαϊκό όραμα, στην Κύπρο προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του 40χρονου δράματος του νησιού και στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να υπάρχουν ρεαλιστικές ελπίδες για μια μόνιμη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Το δόγμα του Ελσίνκι είχε μια καθαρή λογική: Η δυναμική της ένταξης στην ευρωπαϊκή οικογένεια θα προκαλέσει εξ αντανακλάσεως και την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ώσπου προέκυψαν δυο αναπάντεχα γεγονότα: Η απόρριψη από τους Ελληνοκύπριους του Σχεδίου Ανάν και οι ενστάσεις της Γαλλίας στην ένταξη της Τουρκίας. Το 2004 υπήρξε μια κομβική χρονιά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς από εκείνο το ορόσημο και μετά η Τουρκία απομακρύνεται σταδιακά αλλά ουσιαστικά από το ευρωπαϊκό όραμα, με αποτέλεσμα σήμερα η υπόθεση “τουρκική ένταξη στην ΕΕ” να ακούγεται μόνο ως κακόγουστο ανέκδοτο.
Η Ελλάδα όλα τα προηγούμενα χρόνια εθελοτυφλούσε συνειδητά στη διαδικασία απομάκρυνσης της Τουρκίας από την ΕΕ, ελπίζοντας ότι αποτελεί απλά μια παροδική οπισθοδρόμηση. Ενώ θα έπρεπε να έχει συνταχθεί από όλες τις προηγούμενες Κυβερνήσεις ένα στρατηγικό σχέδιο με τίτλο “Εάν καταρρεύσει οριστικά το Ελσίνκι, τότε τι;”, η πολιτική τάξη της χώρας απλά πόνταρε στο κύλισμα του χρόνου ώστε τις δύσκολες εθνικά αποφάσεις (τον μουτζούρη δηλαδή) να τις φορτωθεί κάποια επόμενη Κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα να παραμεληθεί εγκληματικά η αποτρεπτική ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Όσο όμως και να είναι σοκαριστικό το ξύπνημα από αυτόν τον εθνικό λήθαργο, πολλές φορές τέτοιες επώδυνες στιγμές συνειδητοποίησης μιας πραγματικής κατάστασης οδηγούν σε μια εθνική αφύπνιση. Ας ελπίσουμε ότι αυτές τις ημέρες ζούμε μια τέτοια διαδικασία.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε
στις 10 Δεκεμβρίου στην εφημερίδα
Φιλελεύθερος
No comments:
Post a Comment