Monday, December 23, 2019

Εθνική στρατηγική και Ένοπλες Δυνάμεις


Η πρόσφατη κρίση γύρω από τις προκλητικές και επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας στην ΑΟΖ Κρήτης και Καστελόριζου προκάλεσε την απότομη αφύπνιση της κοινωνίας και της πολιτικής τάξης της χώρας από έναν υπερδεκαπενταετή λήθαργο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εξ Ανατολών γείτονας αναβάθμισε δραματικά τις στρατιωτικές του δυνατότητες, ενώ οι αντίστοιχες της Ελλάδας παρέμειναν στάσιμες, αν δεν συρρικώθηκαν κιόλας. Και ενώ πλέον έχει διαμορφωθεί μια επιχειρησιακή ανισορροπία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ένα αναπάντητο ερώτημα επικρέμεται στα χείλη των Ελλήνων που αντιλαμβάνονται πλέον τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα: “Και τώρα τι κάνουμε;”

Στην πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών την περασμένη Δευτέρα στην Αθήνα, ακούστηκαν πολύ αξιόλογες απόψεις για το πως φτάσαμε στη σημερινή δύσκολη κατάσταση και τι θα πρέπει να γίνει σε διπλωματικό επίπεδο. Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι ο πλέον πρόσφορος δρόμος για την οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μετά τη σύναψη ενός συνυποσχετικού με την Τουρκία και τη δέσμευση και των δυο πλευρών ότι θα σεβαστούν την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Προφανώς και αυτός είναι ο ορθός τρόπος για την επίτευξη μιας οριστικής ειρήνης με την Τουρκία, καθώς οι εναλλακτικές λύσεις είναι είτε πολύ χειρότερες είτε αδύνατες. Ένας πόλεμος θα έλυνε οριστικά το πρόβλημα μόνο εάν η Ελλάδα υφίστατο μια στρατιωτική ήττα, όπως εκείνη του 1974. Εάν όμως ηττημένη ήταν η Τουρκία, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η Τουρκία που γνωρίζουμε θα συμβιβαστεί με την ήττα της και δεν θα επιδιώξει στο μέλλον να πάρει τη ρεβάνς, όπως επιθυμεί εδώ και χρόνια για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η άλλη λύση θα ήταν οι διμερείς διαπραγματεύσεις, αλλά θα πρέπει να είναι κανείς εγκληματικά αφελής και ονειροπόλος για να φανταστεί μια τόσο σοβαρή διένεξη να επιλύεται πολιτισμένα, σε μια βάση τύπου “καζάν-καζάν” (“win-win”) όπως αρέσκεται να λέει ο Τούρκος Πρόεδρος. Ο προφανής λόγος είναι ότι οι απαιτήσεις της Τουρκίας είναι εξωπραγματικές και βασίζονται στη λογική του ανατολίτικου παζαριού, να ζητήσει δηλαδή κανείς πενταπλάσιο αντίτιμο πχ για το επίδικο ώστε να συμβιβαστεί στο τέλος στο διπλάσιο.

Η επιθυμητή όμως λύση της Χάγης έχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα: δεν την επιθυμεί η Τουρκία. Και είναι λογικό να μην την επιθυμεί, αφού θεωρεί πλέον φανερά ότι μπορεί να επιτύχει δια της βίας, ή και μόνο δια της απειλής χρήσης βίας, τους αντικειμενικούς της στόχους. Άρα το πρόβλημά μας δεν είναι το αν θα πάμε στη Χάγη, αλλά το πως θα αναγκάσουμε την Τουρκία να συμφωνήσει την κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Προφανώς και οι προφορικές εκκλήσεις, η πειθώ, το δέλεαρ της ευρωπαϊκής σύγκλισης δεν είναι αρκετά για να πείσουν την Τουρκία να κάνει τον ιστορικό συμβιβαασμό. Ούτε μπορεί να αναμένει κανείς ότι ο “διεθνής παράγων” θα μπορέσει να πείσει την Τουρκία να εγκαταλείψει τις επιδιώξεις της, απλά διότι δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή κανένας ηγέτης στον κόσμο που να μπορεί ασκήσει αποτελεσματική πίεση στην Άγκυρα και ειδικά στον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Άρα ο μόνος τρόπος για να υπάρξει αυτή η αναγκαία απόφαση στην τουρκική ηγεσία είναι να δει στην πράξη ότι δεν μπορεί να πετύχει δια της βίας τους υποκειμενικούς της στόχους. Για να συμβεί αυτό απαιτείται να συμβούν δυο πράγματα: α) πλήρης διπλωματική αποτυχία των τουρκικών προσπαθειών παγιοποίησης τετελεσμένων στην Ανατολική Μεσόγειο, και β) επαρκής αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας μαζί με αρραγή πανεθνική βούληση υπεράσπισης των εθνικών στόχων.

Σε ότι αφορά τις διπλωματικές ικανότητες της Ελλάδας βρισκόμαστε σε ένα αρκετά καλό σημείο και οι ενέργειες που γίνονται είναι στη σωστή κατεύθυνση και με συγκεκριμένο σχέδιο και πλάνο, μετά το αρχικά αιφνιδιαστικό σοκ της συμφωνίας Ερντογάν-Σαράζ. Εκεί που χωλαίνει το σχέδιο είναι στη δυνατότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να λειτουργήσουν αποτρεπτικά προς τα τουρκικά σχέδιο ή, σε περίπτωση που υπάρξει σύγκρουση, να είναι σε θέση να επιφέρουν καίρια πλήγματα στον αντίπαλο, ώστε μετά από παρέμβαση και της διεθνούς κοινότητας να οδηγηθούμε τελικά σε μια διεθνή συνθήκη ή στο ΔΔ της Χάγης.

Δεν είναι σκόπιμο να αναλωθούμε σε ένα κατηγορητήριο για το τι έφταιξε και οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας δεν βρίσκονται στο επιθυμητό επίπεδο, καθώς είναι πολύ οι λόγοι. Το ζητούμενο να υπάρξουν άμεσες και πολύ δραστικές λύσεις προς την κατεύθυνση της ριζικής αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι γνωστό ότι ήδη εδώ και μερικά χρόνια υπάρχει συγκεκριμένο, λεπτομερές και τεχνοκρατικά εγκεκριμένο σχέδιο στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, το οποίο όμως βρίσκεται στα συρτάρια διότι εμπεριέχει αυτό που τρομάζει κάθε πολιτική ηγεσία της χώρας και που αποτελεί την κατάρα του πολιτεύματος: πολιτικό κόστος. Διότι για να υπάρξει ουσιαστική αναβάθμιση των Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να σταματήσουν να λειτουργούν με την κακώς εννούμενη νοοτροπία του δημοσίου υπαλλήλου και να ξανα-αποκτήσουν την έννοια του στρατιώτη και του πολεμιστή. Αυτό σημαίνει κλείσιμο άχρηστων στρατοπέδων, μετατάξεις και συγχώνευση μονάδων και κλάδων, δραστική αύξηση της διακλαδικότητας, επανενεργοποίηση του θεσμού των εφέδρων και αλλαγή σε ένα βαθμό και του αμυντικού δόγματος. Το ζήτημα της ενίσχυσης των οπλικών συστημάτων είναι μεν δύσκολο, λόγω των οικονομικών περιορισμών της χώρας, αλλά δεν είναι άλυτο. Υπάρχουν και ευέλικτοι τρόποι απόκτησης όπλων και υπάρχουν και νέοι ευρωπαϊκοί τρόποι μέσω συνεργειών.

Το πρωταρχικό όμως και κυρίαρχο ζήτημα είναι η λήψη της απόφασης για ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο και η στήριξή του από το σύνολο, ή έστω τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, μαζί με την ενεργοποίηση και πάλι του πατριωτισμού των Ελλήνων. Η στιγμή έχει έρθει.





Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 20 Δεκεμβρίου 2019

No comments:

Post a Comment